Σάββατο 17 Απριλίου 2010

Στά Μύρα τής Λυκίας...

 

Ό Κωσταντής ήταν γιός ίερέα. Άπό πολύ μικρός έμαθε νά ζή μέσα στό Ναό, νά βοηθάει τόν πατέρσ του στό ίερό, νά ψέλνει στό άναλόγιο. Άργότερα χειροτονήθηκε καί ό ίδιος ίερέας. Κατά τή χειροτο-νία του ονομάστηκε Θεόφιλος. Ύπηρέτησε σ' ένα προσφυγικό χωριό 38 ολόκληρα χρόνια μέ άγάπη καί συνέπεια.

Οί κάτοικοι του χωριού είχαν έρθει από τά Μύρα της Λυκίας. Φεύγοντας άπό τόν τόπο τους πήραν μαζί τους τήν είκόνα του Άγίου Νικολάου. Τήν 'Εκ-κλησία πού έκτισαν στήν καινούργια πατρίδα τους τήν άφιέρωσαν στόν προστάτη τους "Αγιο Νικόλαο, Τόν όποίο σέβονταν καί τιμούσαν. Συχνά άκουγε ο π. Θεόφιλος τούς γεροντότερους νά μιλούν μέ πολύ νοσταλγία γιά τήν πατρίδα τους τά Μύρα.

Τελευταία είχε πληροφορηθεί ο ίερέας, πώς μιά όμάδα προσκυνητών άπό τήν Άθήνα θά πήγαιναν στα Μύρα στίς 6 Δεκεμβρίου, γιά νά τελέσουν Θεία Λειτουργία στό Ναό του Άγίου Νικολάου, μέ τήν εύκαιρία της γιορτής του. Ρώτησε τούς ένορίτες του αν θά ήθελαν νά λάβουν κι αύτοί μέρος στήν έκδρομή γιά νά έπισκεφτούν τά πατρώα έδάφη τους. Όλοι τό δέχτηκαν μ' ένθουσιασμό.

Μέ πολλή συγκίνηση οί ένορίτες του π. θεόφιλου πάτησαν τά χώματα όπου έζησαν οί παππουδες και οί πατεράδες τους. Μέ δάκρυα παρακολούθησαν τή Θεία λειτουργία στό γυμνό άπό είκόνες Ίερό Ναό του Άγίου Νικολάου. Βγαίνοντας άπό τό Ναό ο πατέρας Θεόφιλος νιώθει κάποιον νά του άγγίζει τό μπράτσο καί μέ παρακαλεστή φωνή νά του ζητάει να τόν έπισκεφθεί στό σπίτι του. Ηταν ένας ήλικιωμέ-νος Τούρκος. Ό ίερέας δέχτηκε, άν καί μέ κάποιο δισταγμό.

Άκολούθησε τόν Τούρκο σέ μικρή άπόσταση. ΈκεΙνος τόν όδήγησε άπό μιά μυστική δίοδο, στό άθέατο άπ' έξω ύπόγειο του σπιτιού του. Μέ κατά-πλήξη ο π. Θεόφιλος είδε πώς ήταν γεμάτο εικόνες. Στή μέση άκριβώς, ύπήρχε μιά μεγάλη είκόνα του Άγίου Νικολαου καί μπροοτά έκαιγε αναμμένο καν-τήλι.

«Πάτερ», άκουσε τότε τή φωνή του Τούρκου νά του λέει σέ άπταιστα έλληνικά. «Δέν είμαι Μουσουλμάνος, άλλά κρυπτοχριστιανός. Σ' αύτό τό ύπόγειο λατρεύω μυστικά τό θεό καί προσεύχομαι. Βαφτί-στηκα όταν ήμουν στήν Έλλάδα. Ζούσα έκεί μέ τούς γονείς μου σ' έ'να νησί της Δωδεκανήσου. Οί γονείς μου ήταν φανατικοί Μουσουλμάνοι. Ή μάνα μου έκανε πολλά παιδιά. Μόνο έγώ έζησα. Τήν παιδική μου ήλικία τήν πέρασα μέ τά Χριστιανόπουλα. Μαζί τους πήγαινα στό σχολείο, έπαιζα στή γειτονιά καί τά Χριστούγεννα έψελνα τά κάλαντα.

Μιά νύχτα, παραμονή Χριστουγέννων, κι άφού είχα ξαπλώσει νά κοιμηθώ αισθάνομαι ν' ανοίγει ή πόρτα καί μπροστά μου νά εμφανίζεται ό Χριστός. Φορούσε άσπρο χιτώνα καί μου είπε χαμογελαστός: «Ήρθα γιά σένα. Εϊσαι δικό μου παιδί» κι έξαφανί-στηκε. Βρέθηκα τότε στό δίλημμα αν έπρεπε νά τό πώ σέ κάποιον. Όχι βέβαια στούς γονείς μου γιατί ήξερα τίς άντιδράσεις τους. Τήν άλλη μέρα τό ανέφερα στόν Ιερέα του χωριού. Του ζήτησα μάλιστα νά μέ βαφτίσει. Έκείνος μέ κοίταξε μέ δισταγμό. «Τό σκέφτηκες καλά παιδί μου»; εΐπε. «Ξεχνάς πώς είσαι άνήλικος καί οί γονείς σου μπορούν ν' άντι-δράσουν; Αν όμως σ' έχει φωτίσει τόσο ό Χριστός, περίμενε νά ένηλικιωθείς καί τότε έγώ θά σέ βαφτί-σω».


Ήμουν δεκαπέντε χρόνων όταν άρχισα νά δου-λεύω σέ ψαρόβαρκες μαζί μέ τόν πατέρα μου. Κάποια μέρα καθώς έπέστρεφα σπό τό ψάρεμα μόνος, έ-πιασε μιά ξαφνική μπόρα. Ή βάρκα πλημμύρισε. "Αρπαξα έναν τενεκέ πού ήταν στό βάθος τής βάρκας γιά ν' άδειάσω τό νερά. Καί τότε βλέπω μέσα στό τενεκέ ένα είκονισματάκι του Άγίου Νικολάου. «"Αγιε Νικόλα σώσε με», φώναξα. «Κι έγώ όταν βαφτιστώθά πάρω τό ονομά σου». Καί άμέσως ή μπόρα σταμάτησε.

Τό ίδιο βράδυ όταν έπέστρεψα στό σπίτι μου έκρυψα τό είκονισματάκι κι έπεσα γιά ύπνο. Άφού κοιμήθηκα γιά λίγη ώρα, ξύπνησα άκούγοντας μιά φωνή: «Μήν ξεχάσεις τήν ύπόσχεσή του. Είσαι δικό μου παιδί». Πρωί - πρωί έτρέξα στό σπίτι του ίερέα. Του μίλησα γιά τήν χθεσινή μου περιπέτεια, τή φωνή πού άκουσα, του έδειξα καί τό είκονισματάκι. «Πρέ-πει νά έκπληρώσω τό τάμα μου», του είπα. Κι έκεί-νος άναγκάστηκε μετά άπό τήν έπιμονή μου νά μέ βαφτίσει μιά νύχτα κρυφά. Νουνός έγινε ο γιός του ό Κωνσταντής. Μου έδωσε τό ονομα Νικόλαος».

Καί ό Τούρκος μέ λυγμική φωνή συνέχισε.

«Όταν έπέστρεψα οτό σπίτι μου έλαμπα όλόκλη-ρος άπό χαρά. 0ι γονείς μου τό πρόσεξαν καί ζήτησαν νά μάθουν τί σήμαινε αυτό. Πρόσεξαν δμως καί κάτι άλλο πού έγώ πάνω στή χαρά μου ξέχασα νά τό κρύψω: Τό σταυρουδάκι πού μου είχε φορέσει ό ίερέας στό λαιμό μου. «Τί είναι αύτό»; φώναξαν ξαφνιασμένοι καί μου τό βγάλανε βίαια, παρά τίς αντιδράσεις μου. Τελικά μετά από πολλή πίεση ά-ναγκάστηκα νά τούς άποκαλύψω τήν άλήθεια. Έμει-ναν τότε άσάλευτοι καί μέ κοιτούσαν μέ κάποιο δέος. Έγώ προσευχόμουν μέσα μου καί ζητούσα τή βοήθεια του Άγίου Νικολάου. Ό Άγιος έκανε τό θαύμα του. Και αυτή τή φορά. Δέν ξέρω τί άκριβώς συνέβη καί τό ίδιο βράδυ μέ πήραν καί φύγαμε γιά τήν Μ. Άσία.

Τά χρόνια πέρασαν, οί γονείς μου φύγανε άπό τή ζωή κι έγώ ήρθα καί έγκαταστάθηκα έδώ, κοντά στό Ναό του Άγίου Νικολάου, πού δέν έπαψα ποτέ νά τόν τιμώ, νά προσεύχομαι, άλλά καί νά σκέπτομαι
μέ νοσταλγία τήν Έλλάδα, τά ομορφα παιδικά χρόνια πού έζησα έκεί, τούς άνθρώπους πού άγάπησα. Κάθε φορά πού μαθαίνω πώς έρχονται γκρουπ άπό τήν Έλλάδα, πηγαίνω νά τούς συναντήσω, νά μιλήσω μαζί τους, νά ζητήσω πληροφορίες γιά τήν οίκογέ-νεια του ίερέα πού με βάφτισε, τόν φίλο μου τόν Κωσταντή πού έγινε νουνός μου. Δυστυχώς δέν κατάφερα ώς τώρα νά μάθω τίποτε γι' αυτούς».

Ό π. Θεόφιλος τόν άκουγε συγκινημένος. Μέ δυσκολία κρατούσε τά δάκρυά του. "Οταν τελείωσε τόν κοίταξε βαθιά στά μάτια. «Ήρθε ή ώρα άδελφέ μου νά μάθεις αυτό πού ζητάς. Ό "Αγιος Νικόλαος έκανε γιά μιά άκόμα φορά τό θαύμα του: Έφερε μπροστά σου τόν Κωνσταντή, τόν φίλο τών παιδικών σου χρόνων, τόν νουνό σου, πού δέν έπαψε κι αυτός ποτέ νά σέ σκέπτεται, άλλά καί σάν ίερέας, σάν πατέρας Θεόφιλος τώρα, νά προσεύχεται συνέχεια γιά σένα».

Οι στιγμές πού άκολούθησαν είναι δύσκολο να περιγραφούν. Ό Τούρκος τόν έσφιξε στήν άγκαλιά του καί άρχισε νά τόν λούζει μέ φιλιά καί δάκρυα. Έκλαιγε μέ λυγμούς καί μάλιστα μέ τέτοια ένταση πού δέν μπορούσες νά ξεχωρίσεις τίς λέξεις πού συνέχεια ψέλλιζε: «Νουνέ μου... φίλε μου».
Τό άλλο πρωί οί έκδρομείς έτοιμάστηκαν γιά τό δρόμο τής έπιστροφής. Βαθιά συγκινημένοι όποχαιρέτησαν τήν άλησμόνητη πατρίδα τους τά Μύρα. Ή συγκίνησή τους ήταν άκόμα μεγαλύτερη, καθώς έβλεπαν τόν Τούρκο ν' άγκαλιάζει τόν π. Θεόφίλο, νά κλαίει μέ καυτά δάκρυα, ένώ ή φωνή του άκουγόταν γεμάτη νοσταλγία: «"Άχ Έλλάδα... Έλλάδα»!

ΚΑΙΤΗ Π. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

1 σχόλιο: