Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Το Φιλανθρωπικό και Κοινωνικό Έργο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

Φιλανθρωπικό Έργο Το Φιλανθρωπικό και Κοινωνικό Έργο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών αναπτύσσεται από την Χριστιανική Αλληλεγγύη και την φιλανθρωπική εταιρεία “ΑΠΟΣΤΟΛΗ”. Δράσεις, προγράμματα και ένα μεγάλο δίκτυο ιδρυμάτων εξυπηρετούν καθημερινά ευπαθείς κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού. Κληρικοί, έμπειρα καταρτισμένα στελέχη και εθελοντές της Ιεράς Αρχιεπισκοπής στέκονται στο πλευρό των ανθρώπων που έχουν ανάγκη. Η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών την πενταετία 2010 – 2015 έχει θέσει ως προτεραιότητες τα ακόλουθα: Ενίσχυση και αναβάθμιση του προγράμματος σίτισης της Ι.Α.Α. και των ενοριών της (ήδη διανέμονται ημερησίως 10.000 μερίδες φαγητού σε συνανθρώπους μας). Ενίσχυση του προγράμματος Ταβιθά που αφορά στην ένδυση προσφύγων, μεταναστών και απόρων. Ανοικτή γραμμή καταπολέμησης της φτώχειας μέσω τηλεματικού κέντρου. Ίδρυση δικτύου Κοινωνικών Παντοπωλείων. Επαγγελματική ένταξη ευάλωτων ομάδων πληθυσμού (ΑμΕΑ, μεταναστών, μακροχρόνια ανέργων, ατόμων σε κατάσταση φτώχειας κ.λπ.). Λειτουργία Πολυδύναμου Κέντρου για την ανάπτυξη επαγγελματικών δεξιοτήτων. Ψηφιακό Κέντρο συμβουλευτικής υποστήριξης της κοινωνικής επανένταξης και της απασχόλησης ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων. Παροχή υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας σε ευπαθείς ομάδες πληθυσμού με τη δημιουργία Κινητών Μονάδων παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας υγείας και περίθαλψης προς αστέγους, μετανάστες, χρήστες ουσιών κ.λπ. Παροχή υπηρεσιών πρόνοιας και κοινωνικής υποστήριξης σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού με τη δημιουργία Κέντρου Άμεσης Κοινωνικής Βοήθειας για την υποστήριξη ατόμων σε κρίση (θύματα trafficking, κακοποιημένες γυναίκες, ουσιοεξαρτημένα άτομα). Ίδρυση και Λειτουργία Κέντρου Κοινωνικής Επανένταξης Απεξαρτημένων Ατόμων σε κτήριο της οδού Ιουλιανού. Ίδρυση και λειτουργία Κέντρου Πόνου Ασθενών με ανίατες νόσους ή σε τελικό στάδιο. Εκσυγχρονισμός, αναβάθμιση και επέκταση λειτουργίας ειδικής μονάδας προστασίας και περίθαλψης μη αυτοεξυπηρετούμενων ηλικιωμένων. Αμφίδρομη διαδικτυακή πλατφόρμα ψυχολογικής υποστήριξης και συμβουλευτικής καθοδήγησης για εφήβους. Ενίσχυση του δικτύου υποστήριξης νοητικά και ψυχικά ασθενών με τη δημιουργία Μονάδας Αντιμετώπισης της νόσου Alzheimer και συγγενών διαταραχών στο Καρέλλειο Ίδρυμα. Δημιουργία Κέντρου Ημέρας και Κέντρου Εκπαίδευσης αυτιστικών παιδιών στα Πατήσια. Ανάπτυξη και λειτουργία δύο Στεγών Υποστηριζόμενης Διαβίωσης για Άτομα με νοητική υστέρηση και σύνδρομο Down του ιδρύματος Μ. Κόκκορη. Πρόγραμμα δικτύωσης εκκλησιαστικών δομών Ψυχικής Υγείας και κατάρτισης στελεχών, προσωπικού, εκπαιδευτών και φροντιστών. Δημιουργία ολοκληρωμένου Κέντρου Γεροντολογίας στο Πολυδένδρι (Καπανδρίτι). Ενίσχυση του εθελοντισμού και αύξηση της αποτελεσματικότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας. Ανάπτυξη προγραμμάτων κατάρτισης εκκλησιαστικών στελεχών για την ορθή και αποτελεσματική αντιμετώπιση των αναγκών ευπαθών ομάδων του πληθυσμού.

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Απάντηση στις θέσεις του κόμματος "Δημιουργία Ξανά!" για την Εκκλησία



tzimerosΜία ενδιαφέρουσα επιστολή - απάντηση στον κ. Θάνο Τζήμερο για τις θέσεις του κόμματος "Δημιουργία Ξανά'', περί «Σχέσεων Κράτους-Εκκλησιών» απέστειλε πρόσφατα ο κ. Ανδρέας Σταλίδης, δημιουργός του antibaro.gr την οποία και σας παραθέτουμε:
"Αγαπητέ κ. Τζήμερε,

Συγχαρητήρια για την εκλογική σας επίδοση στις 6 Μαΐου. Λαμβάνω το θάρρος για αυτήν την επιστολή επειδή είστε ένας από τους λίγους πολιτικούς αρχηγούς, οι οποίοι απάντησαν στις ερωτήσεις του ηλεκτρονικού debate του Αντίβαρου, και μάλιστα αρκετά εύστοχα.
Σας γράφω λοιπόν επειδή μου έκανε εντύπωση το στίγμα της «Δημιουργίας, Ξανά!», όπως το εκφράσατε εν γένει δημοσίως και ειδικά το «πολιτική χωρίς πολιτικούς», την έμφασή σας στο αίτιο της κρίσης ως το μοντέλο «Σοβιέτ», το οποίο υιοθέτησε η χώρα μας για δεκαετίες και την άνεση με την οποία καταγγέλετε ταυτόχρονα τους θαυμαστές του Χίτλερ και του Στάλιν. Απογοητεύτηκα όμως σφόδρα όταν διάβασα τις θέσεις σας για τις σχέσεις «Κράτους-Εκκλησιών».
Ο φρέσκος πολιτικός σας λόγος, προερχόμενος από βιώματα και εμπειρία στον ιδιωτικό τομέα (ο οποίος έχει πράγματι αφανιστεί από την Ελλάδα και ως ιδιωτικός τομέας εμφανίζεται μία νομενκλατούρα διαπλεκόμενων με το δημόσιο λειτουργώντας ως πελάτης του), στο πεδίο αυτό των θέσεων του κόμματος έλκεται από στείρα στερεότυπα της αριστεράς. Ξεκινώ από κάποιες γενικές αρχές, τις οποίες θεωρώ πολύ σημαντικές. Κατόπιν, συνεχίζω θέτοντας ορισμένα γεγονότα τα οποία ανατρέπουν συγκεκριμένες θέσεις σας, ελπίζοντας να ληφθούν υπόψιν όλα αυτά.

Γενικές αρχές

Μία οξυδερκής θεώρηση της ελληνικής ιστορίας, όσο και κοινωνίας, όταν δεν εμφορείται από τις αγκυλώσεις της αριστερής διανόησης η οποία έχει επικρατήσει στην άρχουσα πολιτική κουλτούρα τα τελευταία 30 χρόνια, διαβλέπει ότι η σχέση έθνους και θρησκείας στην Ελλάδα είναι δαιφορετική και όχι συγκρίσιμη με το τι γίνεται στην Ευρώπη.
Είναι λάθος ανάγνωση και οδηγεί σε λάθος θέσεις, να συγκρίνει κανείς τον ρόλο και τη θέση της Εκκλησίας ως οργανισμού, αλλά και ως πεποίθησης σε λαϊκό επίπεδο στην Ελλάδα, με την καταπίεση αιώνων από τη Ρωμαιοκαθολική απολυταρχία και το σύμπλεγμα θρησκείας και αυταρχισμού στη Δύση για αιώνες –μέχρι και τον Φράνκο κατά το δεύτερο μισό του αιώνα που πέρασε.
Μία πολιτική θέση, η οποία θα πρωτοτυπεί απέναντι στο τρέχον πολιτικό σύστημα σήψης και θα αποπειράται να διατυπώσει μία πρόταση λειτουργική για την ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να αναπαράγει τις ιδεοληψίες συγκεκριμένων χώρων, αλλά να λαμβάνει υπόψη δημιουργικά τις ελληνικές ιδιαιτερότητες εν προκειμένω.
Συγκεκριμένα: η θρησκεία στην Ελλάδα δεν είναι απλά ένας μεσαιωνικός εξουσιαστικός φορέας, ο οποίος κράτησε κάποια από τα προνόμιά του και στο νεωτερικό κράτος δημιουργώντας μία παθογενή σχέση με διάρκεια ως σήμερα, όπως προκύπτει από το πλαίσιο των θέσεων της ‘Δημιουργίας Ξανά’ όπως αυτό παρουσιάζεται στην ιστοσελίδα σας.
Τουναντίον, σαν διοικητικός θεσμός ήταν πάντα ιστορικά πιο αδύνατος και υποταγμένος παρά το αντίθετο. Στη δε σύγχρονη ιστορία, ας μην λησμονούμε πως η αφετηρία του νεοελληνικού κράτους ήταν η απόπειρα πλήρους εκμηδένισης της θεσμικής παρουσίας της Ελλαδικής Εκκλησίας στην πρώιμη Βαυαροκρατία. Πολλά από τα εκκλησιαστικά στοιχεία τα οποία διανθίζουν κρατικές εκφάνσεις ή εκδηλώσεις σήμερα, είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που υπονοείται στις θέσεις σας: στην ουσία είναι «κατακτήσεις» τις οποίες η αδυναμία της πρώιμης Βαυαροκρατίας να φτιάξει ένα λειτουργικό κράτος με τις αφετηριακές της αξίες, και η αντιδρώσα κοινή γνώμη, επέβαλλαν σταδιακά κατά την περίοδο του ρομαντισμού. Το πιο χαρακτηριστικό (αλλά σίγουρα μόνο ως ένα από πληθώρα αντίστοιχων περιπτώσεων) παράδειγμα αποτελεί η Συνταγματική υποχρέωση να είναι Ορθόδοξος ο αρχηγός του κράτους. Ήταν πάνδημο αίτημα για πάνω από 50 χρόνια ελεύθερου κρατικού βίου, το οποίο η εξουσία σνομπάριζε επίμονα, συστηματικά και επιδεικτικά –μέχρι την κατοχύρωση της κατά την πρώτη δεκαετία του Γεωργίου Α’.

Κυρίως όμως, όπως κατά καιρούς έχει καταδείξει ο Χρήστος Γιανναράς, σε έναν λαό και μία κουλτούρα που δεν έχει μάθει να λειτουργεί με τις αρχές του ωφελιμισμού και της πειθαρχίας, οι οποίες υπάρχουν στη Δύση ως απότοκο του εκεί ιστορικού και πολιτισμικού (άρα και θρησκευτικού) μοντέλου, η Ορθοδοξία είναι μία συντεταγμένη του συλλογικού κοινωνικού βίου, ένα μαξιλάρι οργάνωσης και νοηματοδότησής του.
Οι άνθρωποι, στο αρχέτυπο της ελληνικής κοινωνίας, επιτελούν λειτουργίες και ικανοποιούν ανάγκες, τόσο στον ιδιωτικό όσο και συνερχόμενοι στον δημόσιο βίο, με άξονα τη θρησκεία και την Εκκλησία. Αυτό είναι μία πολιτισμική ιδιαιτερότητα την οποία δεν μπορεί να παραγνωρίσει όποιος θέλει να απεικονίσει με συνέπεια την ελληνική κοινωνία, ούτε να σπεύσει να την απορρίψει με την στερεοτυπική χονδροειδή κατάταξή της ως «θεοκρατία». Όταν φτιάχνει κανείς πρόγραμμα το οποίο να αντιστοιχεί σε έναν συγκεκριμένο λαό, πρέπει να μπορεί να αποσαφηνίζει τέτοιου είδους λεπτομέριες, -χρειάζεται προσέγγιση με διάκριση, όχι τσουβάλιασμα με ιδεοληψίες.

Αυτό λοιπόν το θέμα δεν αντιμετωπίζεται ούτε με νομικισμούς, όπως διαπνέει το πλαίσιο των θέσεών σας, ούτε με αφορισμούς. Το αντίθετο. Ιδιαίτερα δε σε περιόδους και φάσεις όπου αποσυντίθεται ο κοινωνικός ιστός του έθνους, είναι απαραίτητο το λειτουργικό όραμα ανασυγκρότησης να γίνεται χωρίς αποκλεισμούς κύριων εθνικών συνιστωσών (μία εκ των οποίων στην ελλαδική κοινωνία είναι αναμφίβολα και η Εκκλησία), και όχι να είναι διαιρετικό των βασικών συντεταγμένων του κοινωνικού ιστού. Χρειάζεται σύνθεση του μοντέλου ανάπτυξης το οποίο προτείνετε στην κοινωνία και την οικονομία, με τους άξονες ιστορικής και πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, όπως ο συγκεκριμένος. Ιστορικά, κάθε σχήμα το οποίο καταφέρνει να βγάλει μία κοινωνία από τέτοια κρίση ταυτότητας όπως η σημερινή στην Ελλάδα, είναι συνθετικό, όχι δογματικό. Αυτό διδάσκει η Ιστορία.

Σχετικά τώρα με τις πιο συγκεκριμένες θέσεις σας, θα σχολίαζα τα κάτωθι.
Περί εκκλησιαστικής περιουσίας
Το επιχείρημα των θέσεών σας ότι η περιουσία στα χέρια της Εκκλησίας της δόθηκε επί Οθ. Αυτοκρατορίας ως πολιτικού εκπροσώπου των Ελλήνων (Χριστιανών), και άρα θα πρέπει να επιστραφεί στο κράτος, το οποίο είναι μετά την Επανάσταση ο νόμιμος διάδοχος φορέας πολιτικής εκπροσώπησης των Ελλήνων, είναι παντελώς άστοχο –και για την ακρίβεια πρωτοφανές. Κανένας από όσους προέβησαν στις ενέργειες τις οποίες περιγράφω πιο κάτω δεν χρησιμοποίησε αντίστοιχο ισχυρισμό. Έχουμε και λέμε:
  • 1833-34. Η αντιβασιλεία του Όθωνα διέλυσε 416 Μοναστήρια και υφάρπαξε τις περιουσίες τους. Μιλάμε για το 80% των Μοναστηριών.
  • 1836, η αντιβασιλεία του Όθωνα απαλλοτρίωσε την περιουσία των υπολοίπων μοναστηριών.
  • Με τους νόμους 1072/1917 και 2050/1920 είχαμε αναγκαστική απαλλοτρίωση μοναστηριακών εκτάσεων σε δύο φάσεις, με δεύτερη το 1930. Συνολικά οι εκτάσεις είχαν αξία 1 δις δραχμών της εποχής, από τις οποίες το κράτος κατέβαλε μόνο το 4%
  • Με το νόμο 4684/1931 έγινε αναγκαστική ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Μονών. Τα χρήματα που εισπράχθηκαν εξαφανίστηκαν τα πρώτα χρόνια της Κατοχής.
  • Στις 18/9/1952 υπεγράφη νέα σύμβαση με την οποία παραχωρούνταν το 80% της εκκλησιαστικής γης έναντι του ποσού 45 εκατομυρίων δραχμών. Στη Σύμβαση αυτή, με πρωτοβουλία του κράτους πάντα, το οποίο προχώρησε σε μία ακόμη αναγκαστική απαλλοτρίωση, το κράτος παραδέχτηκε ότι αδυνατούσε να αποπληρώσει τα χρωστούμενα προς την Εκκλησία και έτσι πρότεινε για αντάλλαγμα να μισθοδοτεί για πάντα τους κληρικούς.
  • Με το νόμο (Τρίτση) 1700/1987 επιχειρήθηκε η οριστική αποψίλωση της εναπομείνουσας εκκλησιαστικής περιουσίας, όμως αφού κατέφυγαν οι Μονές στα ευρωπαϊκά δικαστήρια η υπόθεση σταμάτησε.

Συμπερασματικά: η Εκκλησία, δηλαδή τα πλέον των 10000 ΝΠΔΔ τα οποία την απαρτίζουν νομικά, έχουν απωλέσει σχεδόν όλες τις εκτάσεις γης που κατείχαν, μετά από σειρά αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Στην έρευνα της Αγροτικής Τράπεζας το 1988, την οποία κι εσείς αναφέρεστε, υπολογίζει την Εκκλησιαστική περιουσία σε 1.28 εκ στρέμματα γης, από τα οποία μόνο τα 169900 είναι καλλιεργίσιμη γη.
Οι αριθμοί αυτοί αναπαράγονται και στις θέσεις σας. Για να δοθεί όμως η πλήρη εικόνα δίνω και ένα επιπλέον στοιχείο της έρευνας, το οποίο παραλείπετε, ότι δηλαδή οι καλλιεργίσιμες εκτάσεις της Εκκλησίας αθροίζονται στο 0.48% του συνόλου.
Επίσης, στην ίδια έρευνα αναφέρεται ότι κατά τη δεκαετία 1974-1983 εγκαταλείπονται 162400 στρέμματα ανά έτος από τους αγρότες, συγκρίσιμο μέγεθος με τις Εκκλησιστικές εκτάσεις.
Στα 4.38 εκατομύρια στρέμματα υπολογίζονται οι εγκαταλελειμένες εκτάσεις το 1983 από τους ίδιους τους αγρότες. Επίσης, οι μικρές σχετικά εκτάσεις αυτές της Εκκλησίας είναι συνήθως δεσμευμένες από το κράτος, και έτσι έχουμε το παράδοξο ενώ το αίτημα διαφόρων δεξιών και αριστερών κομμάτων υποκείμενων στις ιδεολογικές αγκυλώσεις μία αντικληρικαλιστικής αριστεράς να αφορά στη φορολόγηση ή (μία ακόμη) απαλλοτρίωση των εκτάσεων της Εκκλησίας (όπως υπονοείτε σαφώς εσείς), το αίτημα της ίδιας της Εκκλησίας δια του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου -για παράδειγμα στην προηγούμενη κυβέρνηση- να είναι η αποδέσμευση από το κράτος των εκτάσεων που ανήκουν στην Εκκλησία, ώστε η από κοινού εκμετάλλευσή τους να αποφέρει οφέλη για το κοινωνικό σύνολο!
Η τεράστια απόσταση της πραγματικότητας από την εικονική της εκδοχή είναι φανερή και ενδεικτική της επίδρασης στερεοτύπων στη διαμόρφωση των θέσεών σας και θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν..

Στο σημείο αυτό να προσθέσω ότι αποσιωπάτε κάτι θεμελιώδες: βάσει της σχετικής Σύμβασης του 1952, η μισθοδοσία των κληρικών προήλθε από πρωτοβουλία του κράτους για συγκεκριμένους λόγους.
Όποιος λοιπόν προτείνει τη διακοπή της μισθοδοσίας (όπως κάνετε εσείς), θα πρέπει να λάβει πρόνοια είτε για την αντικαταβολή των οφειλομένων προς την Εκκλησία χρημάτων της αξίας των απαλλοτριωμένων εκτάσεων, είτε των ίδιων των εκτάσεων. Εάν δεν το κάνει, είναι υπόλογος στη συνέπεια της ίδιας του της λογικής.

Μερικές από τις πιο συγκεκριμένες προτάσεις σας ισχύουν ήδη και είναι περιττές. Για παράδειγμα η φορολόγηση εσόδων από όσα ακίνητα δίνουν πρόσοδο, το ισόκυρο του πολιτικού και θρησκευτικού γάμου κλπ.

Μερικές ακόμη, όπως για παράδειγμα η προαιρετική φορολόγηση των πολιτών υπέρ της Εκκλησίας στην οποία ανήκει, εκτός από το ότι απαοτελεί αντιγραφή άλλων μοντέλων με διαφορετική εθνο-θρησκευτική προέλευση και ταυτότητα η οποία είναι ανύπαρκτη στην Ελλάδα (τουλάχιστον προς το παρόν), δείχνει και μία σύγχυση. Γράφετε για την «ανάρμοστη σχέση Πολιτείας – Εκκλησίας», η οποία λέτε «δίχασε τον λαό, οδήγησε σε πολιτικές τραγωδίες, «αναθέματα» και «λαοσυνάξεις»».
Εκτός του ότι μία «διαχωρισμένη» Εκκλησία θα έχει πολύ μεγαλύτερη άνεση να διαμαρτύρεται και να οργανώνει «λαοσυνάξεις», υπάρχει και η σύγχυση σε φιλοσοφικό υπόβαθρο από αυτή τη θέση, διότι από τη μία θεωρείτε «διχασμό» ένα απλό αίτημα της Εκκλησίας προς την πολιτεία να διεξαχθεί δημοψήφισμα με ερώτημα αν επιθυμεί ο λαός την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, διότι περί αυτού επρόκειτο, και από την άλλη ζητάτε ο ίδιος την προαιρετική αναγραφή στη φορολογική δήλωση των πολιτών!
Σημειώνω εδώ ότι η εν λόγω σύγχυση διακατέχει ολόκληρη την πλευρά του κράτους, το οποίο ακόμη και σήμερα ερωτά τους πολίτες για το θρήσκευμά τους στις ληξιαρχικές πράξεις γάμων και προσθήκης τέκνων στην οικογενειακή μερίδα, ενώ υπάρχει και η «θετική διάκριση» των μουσουλμάνων μαθητών οι οποίοι εισάγονται σε ειδική κατηγορία σε συγκεκριμένες ανώτατες σχολές. Τη σύγχυση αυτή θα πρέπει να την υποβάλετε στη βάσανο της συνέπειας της λογικής σας, ειδικά εφόσον χρησιμοποιείτε τους συγκεκριμένους χαρακτηρισμούς.

Προχωρώ. Ο διαχωρισμός τον οποίον επιχειρείτε να περιγράψετε στις θέσεις σας είναι πολύ πρόχειρα γραμμένος, και χωρίς να λαμβάνει υπόψιν συγκεκριμένες συνιστώσες. Για την ακρίβεια, όλοι όσοι μιλάνε για αντίστοιχο διαχωρισμό λησμονούν ορισμένες βασικές παρενέργειες, οι οποίες εκτός από το πολιτισμικό υπόβαθρο του ελληνισμού, αφορούν και στις διεθνείς σχέσεις της χώρας και στην εξωτερική πολιτική.
Ενδεικτικά επισημαίνω ότι ο εξ αριστερών προερχόμενος αντικληρικαλιστικός άξονας, ο οποίος οδηγεί σε φωνές «άμεσου διαχωρισμού εδώ και τώρα» ξεχνάει τις σχέσεις του Ελλαδικού κράτους με το Άγιο Όρος, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τα πρεσβύτερα Πατριαρχεία και ασφαλώς τις χώρες στις οποίες ανήκουν όλα αυτά, κοκ. Όταν αναφερόμαστε σε μια σχέση με τέτοιο ιστορικό και πολιτισμικό υπόβαθρο, όπως η συγκεκριμένη, τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα από όσο νομίζει κανείς με την πρώτη ματιά.

Στην αρχή των θέσεών σας λέτε ότι «στόχος(;) [του κόμματος] είναι να διπλασιάσουμε ανθρώπους ανεξίθρησκους και ανοιχτόμυαλους». Εκτός από περίεργος, για στόχο κόμματος, αφού δηλώνει μία «ιεραποστολική» διάθεση, υπονοεί σαφώς ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος Ελλήνων δεν είναι ανεξίθρησκοι. Από πού συνάγετε αυτό το συμπέρασμα; Υποπτεύομαι ότι συγχέετε την λαϊκή πίστη με την έλλειψη ανεξιθρησκείας, και σ’ αυτή σας τη σύχγυση δεν επιδεικνύετε ο ίδιος αρκετά ανοιχτό μυαλό. Εκτός βέβαια, αν το υπόβαθρο της σκέψης σας είναι αποκλειστικά και ανελαστικά η Ποπεριανή «ανοιχτή κοινωνία».

Γράφετε για παράδειγμα στην αρχή των θέσεών σας πως «Ό,τι κάνει ο δεσπότης θα μπορεί να το κάνει και ο μουφτής». Αναρωτιέμαι τι ακριβώς εννοείτε. Δεδομένου του πλήρους διαχωρισμού (δεν το εξηγείτε επαρκώς, αλλά δίνετε ένα περίγραμμα ότι η Εκκλησία θα ασχολείται αποκλειστικά και αυστηρά με τα του οίκου της), ποια είναι αυτά τα δικαιώματα και τα πράγματα που «μπορεί» να κάνει ο Δεσπότης, αλλά δεν μπορεί ο Μουφτής; Διότι η πραγματικότητα σήμερα είναι ότι ο Μουφτής μπορεί να δικάζει, για παράδειγμα, οικογενειακές υποθέσεις εφαρμόζοντας κατά γράμμα τον Ισλαμικό Νόμο! Μάλλον θέλατε να γράψετε «ό,τι δεν μπορεί να κάνει ο δεσπότης, δεν θα πρέπει να μπορεί να το κάνει ούτε ο μουφτής». Βλέπετε ότι η τεχνητή πολιτική ορθότητα και η με το ζόρι υποβάθμιση του «δικού μας» έναντι του «άλλου» για να εμφανιστούμε ως «δίκαιοι» ή «φιλελεύθεροι» είναι κακός οδηγός.

Αυτό που ίσως αναρωτιέστε τώρα είναι, μα μπορούν να συνυπάρξουν όσα διαβάζω στην παρούσα επιστολή με τις δημόσια διατυπωθείσες απόψεις περί οικονομικής πολιτικής; Η δική μου απάντηση είναι προφανώς ναι.
Εδώ θα βασίζεται η πρωτοτυπία, το εναλλακτικό της πρότασής σας, το πραγματικά καινούργιο (ας σημειώσω εδώ ότι το ‘πραγματικά καινούργιο’ για το οποίο μιλάω αναφέρεται στην δημόσια πολιτική συζήτηση όπως αυτή διεξάγεται στην Ελλάδα, γιατί διεθνώς -αρχής γενομένης από τον αγγλοσαξωνικό κόσμο ήδη από την δεκαετία του 80-, η επανάκαμψη των αρχών του φιλελευθερισμού στην οικονομία είναι σύμφυτη με την πρόταξη των παραδοσιακών αξιών των αντίστοιχων κοινωνιών, όπως έκαναν οι κυβερνήσεις Θάτσερ-Ρήγκαν, και όπως είναι ο κανόνας σε όλα τα συντηρητικά και χριστιανοδημοκρατικά κόμματα στη δύση.
Δυστυχώς όμως αυτό που έξω παραβιάζει ανοιχτές θύρες, στην Ελλάδα παραμένει ταμπού, λόγω ιδεολογικής κυριαρχίας της αριστεράς). Αλλιώς, μάλλον έχουμε ξανακούσει αυτές τις ιδέες σε πολλές και διαφορετικές εκδοχές. Θα θυμίσω εδώ τον έντονα «εθνομηδενιστικό» και «νεο-οθωμανικό» τόνο τον οποίον δίνουν συνιδρυτές κομμάτων με τα οποία λέτε δημόσια ότι πολιτικά είστε συγγενείς. Αν λοιπόν το δείγμα γραφής επί των συγκεκριμένων ζητημάτων της παρούσης επιστολής δείχνει ότι έχετε κάνει το πρώτο βήμα μίας μακράς διαδρομής διολίσθισης προς τέτοιες απόψεις, αδυνατώ να ισχυριστώ ότι βρήκα σε σας ένα πρωτότυπο συνολικό πολιτικό στίγμα.

Θα κλείσω την επιστολή μου με την υπογράμμιση της θέσης μου πως τα αίτια της κρίσης πράγματι ανιχνεύονται στο υδροκεφαλικό κράτος και στον κρατισμό, και είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος σε σχέση μ’ αυτό. Υπάρχει όμως και μία άλλη κρίση. Η κρίση της εθνικής μας ταυτότητας. Χωρίς έμφαση στην εθνική συλλογικότητα, χωρίς συγκροτημένη συλλογική αυτοσυνειδησία, δεν έχουμε μέλλον. Όχι μόνο εμείς, κανείς στον κόσμο. Έναν θεσμό δεν τον αποδομείς αν δεν τον αντικαθιστάς με κάτι άλλο. Ειδάλλως, γκρεμίζεις το οικοδόμημα. Και έχουμε ανάγκη από θεμέλια σήμερα. Ό,τι συμβάλλει στην εθνική μας ταυτότητα είναι απαραίτητο συστατικό της σύνθεσης η οποία θα μας βγάλει από την κρίση.

Με αυτές τις σκέψεις, κλείνω με μια υπόμνηση του Γιώργου Σεφέρη: «Είμαστε ένας λαός, με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι;»

Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας,

Με τιμή
Ανδρέας Σταλίδης.
Δημιουργός του Αντίβαρου

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Τα πραγματικά αίτια του Σχίσματος.



Α' Ράιχ

Ένα σπουδαίο κείμενο από ένα σπουδαίο άνθρωπο. Η σκοτεινή σαγήνη για κυριαρχία, που έκανε ένα άξεστο και βάρβαρο λαό να φέρει την αρχή του κακού. Διαβάστε το και μάθετε, πως η ζήλια και ο φθόνος των Φράγκων στο πρόσωπο των προγόνων μας γέννησε τη μεγαλύτερη καταστροφή για την Οικουμένη. Αν και στο κείμενο δεν το αναφέρει, αυτό που θα διαβάσετε παρακάτω είναι επιπλέον η γέννηση του Πρώτου Ράιχ. Γ.Θ Από το περιοδικό «Εν Συνειδήσει» Έκδοση της Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου. Δεκέμβριος 2006. Η γέννησις του Φραγκικού Πολιτισμού περιγράφεται εις επιστολήν του Αγίου Βονιφατίου προς τον Πάπα της Ρώμης Ζαχαρίαν (natione Graecus) το 1741. Οι Φράγκοι είχον διώ­ξει όλους τους Ρωμαίους επισκόπους από την Εκκλησίαν της Φραγκίας και είχαν διορίσει τον εαυτόν τους ως τους επισκόπους και ηγουμένους της Γαλλίας. Ήρπασαν την περιουσίαν της Εκκλησίας και την εχώρισαν εις τιμάρια, των οποίων την επικαρπίαν διένειμαν ως Φέουδα, συμφώνως προς τον βαθμόν που κετείχε έκαστος εις την πυραμίδα της στρατιωτικής ιεραρχίας. Αυτοί οι Φράγκοι επίσκοποι δεν είχον Αρχιεπίσκοπον και δεν είχον συνέλθει εις σύνοδον στα 80 χρόνια από τότε που κατέλαβαν την ιεραρχίαν. Συνήρχοντο δια τα εθνικοεκκλησιαστικά θέματα μαζί με τους βασιλείς και λοιπούς οπλαρχηγούς συναδέλφους τους. Κατά τον Άγιον Βονιφάτιον, ήσαν «αδηφάγοι λαϊκοί, μοιχοί καί μέθυσοι κληρικοί, οι οποίοι μάχονται εις τον στρατόν με πλήρη πολεμικήν εξάρτησιν και με τας χείρας των σφάζουν χριστιανούς και ειδωλολάτρας». Οι Φράγκοι καταδίκασαν τους Ανατολικούς Ρωμαίους ως «αιρετικούς» και «Γραικούς» ήδη το 794 και το 809, δηλαδή 260 χρόνια ενωρίτερα από το λεγόμενο σχίσμα το 1054. Οι Φρά­γκοι είχαν αρχίσει από το 794 να αποκαλούν τους ελευθέρους Ρωμαίους με τα ονόματα «Γραικοί» και «αιρετικοί» με σκοπό οι υπόδουλοι Δυτικοί Ρωμαίοι να ξεχάσουν βαδμηδόν τους συναδέλ­φους τους εις την Ανατολήν. Οι Φράγκοι διήρεσαν συγχρόνως τους Ρωμαίους Πατέρες σε λεγομένους Λατίνους και Γραικούς και εταύτισαν τον εαυτόν τους με τους λεγομένους Λατίνους Πατέρες. Έτσι εδημιούργησαν την ψευδαίσδησιν ότι η Φραγκο-Λατινική τους παράδοσις είναι ένα συνεχόμενον μέρος της παραδόσεως των Λατινοφώνων Ρωμαίων Πατέρων. Γενόμενοι οι Δυτικοί Ρωμαίοι δουλοπάροικοι του Φραγκο-Λατινικού Φεουδαλισμού έπαυσαν να παράγουν επισκόπους και ηγουμένους και ολίγους γνωστούς αγίους. Κατά την διάρκειαν των ετών 1009 με 1046 οι Φραγκο-Λατίνοι αυτοκράτορες της Φραγκίας ίδρυσαν τον σημερινό Παπισμό σε δύο στάδια. πρώτα εγκατέστησαν δια πρώτη φορά αιρετικούς Ρωμαίους πάπες της Ρώμης. Δηλαδή οι εν λόγω πάπες απέκτη­σαν τους θρόνους τους υπό τον όρον ότι αποδέχονται την προσθήκην του Filioque στο Σύμβολον της Πίστεως. Το δεύτερον στάδιον άρχισε το 1046 όταν ο Φράγκος Αυτοκράτωρ Ερρίκος Γ' (1049-1056) αντικατέστησε τον Ρωμαίον πάπα Γρηγόριον ΣΤ' (1045-1046) με τον Φραγκο-Λατίνον πάπα Κλήμεντα Β' (1046-1047). Από τότε μέχρι σήμερον οι πάπες είναι σχεδόν όλοι Τεύτονες ανήκοντες στην τάξιν των Φραγκο-Λατίνων ευγενών κατα­κτητών της Δυτικής Ρωμαιοσύνης. Επομένως το λεγόμενο σχίσμα μεταξύ Εκκλησιών Δύσεως και Ανατολής δεν έγινε μεταξύ Δυτικών και Ανατολικών Ρωμαίων, αλλά μεταξύ των Φράγκων κατακτητών των Δυτικών Ρωμαίων και των ελευθέρων Ρωμαίων της Δύσεως και της Ανατολής. Μάλιστα το 1054 οι Κέλτες και οι Σάξωνες της Αγγλίας και οι Ρωμαίοι της Αραβοκρατουμένης Ισπανίας και Πορτογαλίας ήταν Ορθόδοξοι. Ήδη από τον 8ον αιώνα άρχισαν οι Φράγκοι να κατηγορούν τους ελευθέρους Ρωμαίους της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης ως «αιρετικούς» και «Γραικούς» στα θέματα των εικό­νων και του Filioque. Οι Φράγκοι ήταν τότε τελείως βάρβαροι και αγράμματοι, όπως είδαμεν. Οι τότε Ρωμαίοι πάπες απλώς διεμαρτυρήθησαν, αλλά ακόμη δεν κατεδίκασαν τους Φράγκους από φόβον αντιποίνων με σφαγές μάλιστα, όπως μας πληροφορεί ο άγιος Βονιφάτιος το 741. Ίσως ήλπιζαν οι Ρωμαίοι ότι θα ημπο­ρούσαν εν καιρώ να επιβληθούν στους Φράγκους όπως κάμνει κανείς επάνω σε πείσμονα παιδιά. Αλλά οι Ρωμαίοι της Πρεσβυ­τέρας Ρώμης, αλλά ούτε και οι Ρωμαίοι τής Νέας Ρώμης, ούτε καν υποπτεύθηκαν ότι οι Φράγκοι από σκοπού προκαλούσαν μόνιμον σχίσμα ως μέρος της αμυντικής τους στρατηγικής κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των σχεδίων τους δια παγκόσμιον κυριαρχίαν. Οι Ρωμαίοι πάπες δεν είχαν άλλην εκλογήν από το να ανεχθούν την Φραγκικήν κυριαρχίαν με σκοπόν να βοηθήσουν με την σύνεσίν τους τους υποδούλους αδελφούς τους και να εξασφαλίσουν την σχετικήν ελευθερίαν του Πατριαρχείου τους και αυτήν των Ρωμαίων πολιτών της Παπικής Ρωμανίας, δηλα­δή του Παπικού Κράτους. Με την εμφάνισιν των Ψευδο-Ισιδωρείων Δια­τάξεων περί το 850 οι Ρωμαίοι Πάπες άρχισαν να αισθάνωνται αρκετά ισχυροί. Απαίτησαν δυναμικά πλέον από την Φραγκικήν ηγεσίαν να δεχθούν 1) πιο πολιτισμένους κανόνες καλής συμπεριφοράς έναντι της υποδούλου Ρωμαιοσύνης και 2) την απαλλαγήν της Φραγκικής ιεραρχίας από τους Φράγκους ηγεμόνες και την υποταγήν της εις τον Ρωμαίον Πάπα της Ρώμης. Μέσα στα πλαίσια αυτά ο Ρωμαίος Πάπας Ιωάννης Η' έλαβε μέρος στην Η' ΟΙκουμενικήν Σύνοδον του Μεγάλου Φωτίου το 879 στην Κων/πολιν Νέαν Ρώμην, η οποία κατεδίκασε τας Φραγκικάς αιρέσεις περί εικόνων και του Filioque, χωρίς να κατονομάση τους εν λόγω αιρετικούς από φόβον να μη κινδυνεύη το έργον που άρχισε το 850. Αλλά αι προσπάθειαι βάσει των εν λόγω Διατάξεων έφεραν τελικά το αντίθετον αποτέ­λεσμα. Οι Φραγκο-Λατίνοι αντέδρασαν δυνα­μικά στην δημοφιλίαν των Διατάξεων αυτών. Άρχισαν να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν τα σχέδια τους δια την εκδίωξιν των Ρωμαίων από την εκκλησιαστικήν και την πολιτικήν εξουσίαν της Παπικής Ρωμανίας και την αντικατάστασιν των Ρωμαίων Παπών από Φραγκο-Λατίνους Πάπες. Οι Φραγκο-Λατίνοι άρχισαν την τελικήν τους επίθεσιν κατά της ελευθερίας, της Ορθοδοξίας και της Ρωμαϊκότητος του Πατριαρχείου της Πρεσβυτέρας Ρώμης κατά το 973 μέχρι το 1003. Ολοκλήρωσαν την εκδίωξιν του Ορθοδόξου δόγματος το 1009-1012 μέχρι το 1046. Τελικά αφάνισαν πλήρως την Ρωμαϊκότητα του Πατριαρχείου της Ρώμης το 1046 αφού την κατέλαβαν οι Φραγκο-Λατίνοι πάπες. Δια τούτο από την εποχήν αυτήν οι Ορθόδοξοι Ρωμαίοι ονομάζουν τον πάπα αιρετικόν, Φράγκον καί Λατίνον καί την εκκλησίαν του Φραγκικήν καί Λατινικήν. Παραταύτα οι καθηγηταί των Θεολογικών Σχολών της Χάλκης, Αθηνών και της Θεσσαλονίκης βάπτισαν τον Φραγκο-Λατίνον πάπα με το όνομα «Ρωμαί­ον» και την εκκλησίαν του «Ρωμαϊκήν». Τούτο διότι οι Φραγκο-Λατίνοι Πάπες συνέχισαν να χρησιμοποιούν τα Ρωμαϊκά ονόματα των Ρωμαίων παπών γενόμενοι πάπες, ως και ονό­ματα Ρωμαίος πάπας και Ρωμαϊκή Εκκλησία, δια να συνεχίζουν οι υπόδουλοι Δυτικοί Ρωμαί­οι να νομίζουν ότι έχουν ακόμη τον εθνάρχην τους στην Ρώμην. Γενόμενοι οι Νεο-Έλληνες και αυτοί υπόδουλοι στην Φραγκο-Λατινικήν παράδοσιν ονομάζουν και αυτοί τον πάπα με Ρωμαϊκά ονόματα. Από όλα τα ανωτέρω σημειωθέντα φαίνεται σαφώς ότι ο καθορισμός του σχίσματος το 1054, εντός της πλαστογραφημένης διακρίσε­ως μεταξύ «Ανατολικών Γραικών» και «Δυτικών Λατίνων», δεν είναι σωστός. Το σχίσμα άρχισε το 794 ως καλά σχεδιασμένο αμυντικό και επιθετικό κατασκεύασμα των βαρβάρων και αγραμμάτων Φράγκων. Το 1054 ήτο μόνον μία από τας μετέπειτα εκδηλώσεις ενός σχί­σματος, το οποίον ήδη υπήρχε από την εποχή που οι Φράγκοι απεφάσισαν το 794 να προκα­λέσουν σχίσμα με τους ελευθέρους Ρωμαίους που δια πρώτην φοράν ονόμασαν «Γραικούς» και «αιρετικούς» δια λόγους πολιτικούς και στρατιωτικούς. Η Εκκλησία της Πρεσβυτέρας Ρώμης ηγωνίσθηκε ηρωικά να παραμείνη ηνω­μένη με την Νέαν Ρώμην μέχρι το 1009. Από το 794 μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνος οι Φράγκοι, οι Φραγκο-Λατίνοι και το Βατικανό, ουδέποτε παρεξέκλιναν από την γραμμήν τους ότι οι Ανατολικοί Ρωμαίοι είναι «Γραικοί» και «αιρετικοί». Τούτο ήτο τόσον έκδηλον στην νεανική ηλικία του γράφοντος όταν εσπούδαζε στο γυμνάσιον της Νέας Υόρκης. Στα παπικά βιβλία Απολογητικής οι Ορθόδοξοι περιεγράφοντο ως αιρετικοί και χωρίς αγίους και θαύματα. Έτσι ισχυρίζοντο ότι οι τελευταίοι Πατέρες της Εκκλησίας των Ορδοδόξων ήταν οι Άγιοι Ιωάννης Δαμασκηνός (περίπου 675-749) και Θεόδωρος Στουδίτης (759-826). Επίσης οι Φραγκο-Λατίνοι και ο Παπισμός τους συνέχισαν τας κατακτήσεις τους που πάντοτε συνοδεύοντο από την εξόντωσιν ή εκδίωξιν των Ορθοδόξων επισκόπων και την υποδούλωσιν των πιστών δια της μεταβολής τους στην κατάστασιν δουλοπαροίκων με την πλήρη αφαίρεσιν της γεωκτησίας τους. Αυτό δεν το έκαναν ποτέ ούτε οι Άραβες και ούτε οι Τούρκοι Μουσουλμάνοι. Αλλά ακόμη μέχρι αρχάς του 20ου αιώνος το Βατικανό ενεργούσε κατά τον ίδιον τρόπον. Το 1923 η Ιταλία απέκτησε από την Τουρκίαν τα Δωδεκάνησα με την Συνθήκην της Λωζάνης. Το Βατικανό έδιωξε όλους τους Ορθοδόξους επισκόπους και τους αντικατέστησε με Φραγκο-Τοσκάνους και Λογγοβάρδους που από το 1870 είχαν υποδυθεί την ταυτότητα του μέχρι τότε ανυπάρκτου Ιταλικού έθνους. Ήλπιζε το Βατικανό ότι οι Ορθόδοξοι πιστοί θα αποδε­χθούν τελικά κληρικούς χειροτονημένους απ' αυτούς τους επισκόπους του δια να μη μείνουν χωρίς κληρικούς και μυστήρια. Η κατάστασις άλλαξε όταν τα Δωδεκάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1947 και επανήλθαν εις τας θέσεις τους οι επίσκοποι του Οικουμενικού Πατριαρ­χείου της Νέας Ρώμης Κων/πόλεως. Αλλά κατά τα μέσα του 20ου αιώνος τούτου το Βατικανό εγκαινίασε μίαν πρωτότυπον τακτικήν. Περιέργως ανεγνώρισε τα μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όταν έγινε η Βατικάνειος πράξις αυτή μέσω της Συνόδου του Βατικανού Β' (1962-1965) ορισμένοι Ορθόδοξοι κατάλαβαν ότι πρόκειται δια παγίδα. Άλλοι εχάρηκαν. Μερικοί μάλιστα «Ορθόδοξοι» στο εξωτερικό ενόμισαν ότι η χειρονομία αυτή έδω­σε κύρος όχι μόνον στα μυστήρια, αλλά και στην ταυτότητά τους ως θρησκευτική ηγεσία. Εν συνεχεία το Φανάρι και το Βατικανό προέ­βησαν την 7η Δεκεμβρίου 1965 σε κοινήν άρσιν των αναθεμάτων του 1054. Δια το Βατικανό τούτο απετέλεσε πράξιν μυστηριακής κοινωνίας βάσει της υπ' αυτού αναγνωρίσεως των Ορθοδόξων μυστηρίων. Εξ' επόψεως Ορθοδόξου ήταν μία πράξις του Φαναρίου δια την οποίαν κινδυνεύει να χάση το εντός της Ορθοδοξίας προεδρείον του αν αποδειχθή ότι με την πράξιν αυτήν αναγνώρισε ή ανέχεται ή συμφωνεί με τας αιρέσεις των 13 Φραγκο-Λατινικών «Οικουμενικών Συνόδων». Αν ήτο μία απλή πράξις καλής θελήσεως δια να διευκολυνθή ο διάλογος που επρόκειτο τότε να αρχίση, έχει καλώς. Πάντως όσον άφορα στο Βατικανό το θέμα έχει ως εξής. η μεταβολή της τακτικής του Βατι­κανού από «πόλεμο» και «διάλογο» σε τακτική «αναγνωρίσεως των Ορθοδόξων μυστηρί­ων» είναι μία πραγματικότης. Αλλά το ότι το Φανάρι αμέσως ανταπέδωσε με την από κοινού μετά του Βατικανού σύγχρονον άρσιν των ανα­θεμάτων του 1054 την 7.12.65 σημαίνει ότι η κοινή πράξις αυτή ήτο αποτέλεσμα μυστικών συνεννοήσεων μεταξύ των δύο. Δηλαδή η πρά­ξις ήτο μονόπλευρος μόνον με την έννοιαν ότι δεν συμμετείχε ολόκληρος η Ορθοδοξία, αλλά μόνον το Φανάρι. Το ότι σχεδόν σύσσωμα χαι­ρέτησαν την πράξιν οι υπόλοιποι Ορθόδοξοι ως πράξιν καλής θελήσεως, δεν έχει καμμίαν δογματικήν σημασίαν. Αι αιρέσεις του Βατικα­νού παραμένουν. Τι επιδιώκει το Βατικανό θα εξαρτηθή από τι θα κάνη με τας (13) Φραγκο-Λατινικάς Οικου­μενικάς του Συνόδους που προσέθεσε στας 7 Ρωμαϊκάς Οικουμενικάς Συνόδους μαζί με την Σύνοδον του 869 που καθήρεσε τον Μέγαν Φώτιον. Μάλιστα θεωρεί την Σύνοδον του 869 κατά του Μεγάλου Φωτίου ως την Η' Οικουμενικήν της Σύνοδον. (Εκ της μελέτης του π. Ιωάννου Ρωμανίδου "Ορθόδοξος και Βατικάνειος Συμφωνία περί Ουνιτισμού" δημοσιευθείσης εις τον τόμον "Καιρός", αφιέρωμα στον καθηγητή Δαμιανό Δόικο, Θεσσαλονίκη 1995).