Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ

Τοῦ Στεργίου Σάκκου
Καθηγητοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς δὲν ἦταν μόνο ἕνας συναρπαστικὸς διδάσκαλος, ποὺ ἐκλαΐκευε τὶς μεγάλες θεολογικὲς ἔννοιες καὶ μὲ ἁπλὰ λόγια καὶ ζωντανὰ παραδείγματα τὶς ἔκανε προσιτὲς στὸ ἁπλοϊκὸ ἀκροατήριό του. Ἦταν συγχρόνως καὶ προφήτης. Ἀρκετὲς προφητεῖες ἐπιβεβαίωσαν τὴ διδασκαλία του, τὸν ἀπέδειξαν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν καθιέρωσαν στὴ συνείδησι τοῦ λαοῦ καὶ στὴν ἱστορία ὡς προφήτη.

Γιὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου καὶ τὴ μετάνοια ψυχῶν ὁ ἅγιος Κοσμᾶς καὶ σημεῖα ἔκανε καὶ προφητεῖες εἶπε. Ὑποστηρίζεται ὅτι στὶς προφητεῖες του ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὴν «Ὀπτασία τοῦ Ἀγαθαγγέλου», ἕνα χρησμολογικὸ κείμενο ποὺ κυκλοφοροῦσε εὐρύτατα στὶς μέρες του ἀνάμεσα στοὺς σκλαβωμένους Ἕλληνες καὶ καλλιεργοῦσε ψεύτικες ἐλπίδες κούφιας παρηγοριᾶς γιὰ τὸ «ξανθὸ γένος», ποὺ θὰ βοηθοῦσε στὴν ἀπελευθέρωσι ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀλλὰ πουθενὰ μέσα στὶς «Διδαχές» του, ὅπου διαφυλάσσεται ἡ αὐθεντικὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, δὲν ὑπάρχει δεῖγμα αὐτῆς τῆς νοοτροπίας.

Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ἡ ἐντύπωσι αὐτὴ δημιουργήθηκε ἐξ αἰτίας ὠρισμένων πλαστῶν προφητειῶν καὶ διαφόρων λαϊκοθρησκευτικῶν χρησμῶν, ποὺ ἀποδόθηκαν στὸν Πατροκοσμᾶ καὶ διεκδικοῦν σήμερα τὴν πατρότητά του. Αὐτὰ προκαλοῦν βέβαια κάποια ἐντύπωσι στοὺς ἀδαεῖς, στὴν πραγματικότητα ὅμως ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦν, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἐπιζήμια εἶνε, διότι, ὅταν ἀποδεικνύεται τὸ νόθο τους, τίθεται σὲ ἀμφισβήτησι καὶ ἡ γνησιότητα τῶν ἀληθινῶν προφητειῶν.

Εἶνε ἀνάγκη, λοιπόν, νὰ γίνη ἕνας διαχωρισμός, ἕνα ξεκαθάρισμα ἀνάμεσα στὶς πραγματικὲς προφητεῖες τοῦ ἁγίου καὶ στοὺς ἀνεύθυνους χρησμοὺς καὶ ἀφορισμούς, ποὺ τόσο ἄφθονοι κυκλοφοροῦν. Τὸ ὑγιὲς καὶ δοκιμασμένο κριτήριο καὶ τὴ διάκρισι αὐτὴ θὰ μᾶς τὰ προσφέρει ἡ Ἁγία μας Γραφή, ἡ πηγὴ καὶ τὸ ταμεῖο τῆς ἀληθινῆς προφητείας.

Καμμία ἀπὸ τὶς χιλιάδες προφητεῖες, τῆς ἁγίας Γραφῆς, δὲν ἔχει σχέσι μὲ χρησμοὺς καὶ ἐλλιπογράμματες προτάσεις, ὅπου προσθέτοντας τὰ ἀνάλογα φωνήεντα ἢ σύμφωνα, σχηματίζεται ἡ προφητικὴ ρῆσι. Ὅλα αὐτὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τὰ ἀπορρίπτει καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν τὰ υἱοθέτησε ποτέ.

Ἡ προφητεία στὴν Ἁγία Γραφὴ ἔχει τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα ὅτι συμπλέκεται μὲ ἱστορικὰ γεγονότα, συνδέεται μὲ πρόσωπα καὶ πράγματα τῆς ἱστορίας καὶ ἐκπληρώνεται σταδιακὰ μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου. «Ἡ προφητεία ποὺ λέγεται συγκαλυμμένα, ξεκαθαρίζεται μετὰ ἀπὸ τὴν ἔκβασι τῶν πραγμάτων καὶ ποτὲ πρὶν ἀπὸ αὐτά», σχολιάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Καὶ ἀλλοῦ παρατηρεῖ· «Ὁ Θεὸς συνδέει τὴ μία προφητεία μὲ ἄλλες, τὴν ἐγγύτερη μὲ τὶς ἀπώτερες. Ἔτσι παρέχει ὡς μέγιστη ἀπόδειξι τῶν μελλόντων τὴν προφητεία ποὺ πραγματοποιεῖται στὴν παροῦσα γενιά». Ἔχουμε δηλαδὴ μία ἁλυσίδα ἀλληλένδετων προφητειῶν, στὴν ὁποία ἡ τελευταία προφητεία ἀναφέρεται στὸ μεγάλο σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, ἐνῶ οἱ προηγούμενες ἀφοροῦν σὲ διάφορα περιστατικὰ τῆς ἱστορίας. Ἔτσι, καθὼς ἐκπληρώνονται μία μία με τὴ σειρὰ οἱ προφητεῖες σ᾿ αὐτὴ τὴν ἁλυσίδα, χαλκεύεται ἡ ἐγγύησι καὶ ἡ βεβαιότητα ὅτι καὶ ἡ τελευταία, ἡ ἐσχάτη μεγάλη προφητεία, εἶνε γνήσια καὶ θὰ ἐκπληρωθῆ ὁπωσδήποτε. Ἐξ ἄλλου, καθὼς κάθε προφητεία τῆς σειρᾶς ἐκπληρώνεται σὲ διαδοχικὲς γενιὲς καὶ ἐποχές, ἡ δύναμι τῆς προφητείας διατηρεῖται ἀκέραιη ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ διατυπώθηκε, μέχρι τὴν τελευταία ὥρα ποὺ θὰ ὁλοκληρωθῆ.

Μὲ ἄλλα λόγια ἡ βιβλικὴ προφητεία προσφέρεται μὲ τὴν ἴδια τὴν ἱστορία καὶ μάλιστα ἡ προφητεία προηγεῖται τῆς ἱστορίας καὶ ἡ ἱστορία προωθεῖ τὴν προφητεία. Πρόσωπα, γεγονότα, περιστατικὰ τῆς ἱστορίας μεταφέρουν τὴν προφητεία καὶ διαφυλάσσουν τὸ μήνυμά της ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Τὸ προφητικὸ βλέμμα προσηλώνεται βέβαια στὸν Μεσσία καὶ τὴ μεσσιακὴ ἐποχή. Γιὰ νὰ φθάση ὅμως ἐκεῖ, διασχίζει τοὺς ἐνδιάμεσους αἰῶνες, σταματᾶ σὲ καίρια ἱστορικὰ συμβάντα, τὰ ἐπισημαίνει, τὰ προβάλλει καὶ τὰ καθιστᾶ μάρτυρες ἀξιόπιστους γιὰ τὴν ἐκπλήρωσι τῆς μεσσιακῆς προφητείας.

Οἱ προφῆτες ἐπίσης τῆς ἁγίας Γραφῆς συχνὰ χρησιμοποιοῦν διάφορα σύμβολα, τὰ ὁποῖα γίνονται ἄφωνοι ἀλλὰ παραστατικοὶ μάρτυρες τῆς προφητείας.

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο διατυπώνονται καὶ οἱ προφητεῖες τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Κύριος π.χ. προφητεύοντας τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου περιπλέκει τὴν περιγραφὴ μὲ τὴν προφητεία γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ (Ματθ. 24, Μάρκ. 13, Λουκ. 21, 5-38). Ἡ καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ συνέβη, ὅταν ζοῦσαν ἀκόμη πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀκούσει τὴν προφητεία ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου. Ἡ ἐκπλήρωσι αὐτῆς τῆς προφητείας ἐγγυᾶται ὅτι καὶ ἡ ἄλλη, τὴν ὁποία ὁ Κύριος εἶπε συγχρόνως, σχετικὰ μὲ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου θὰ ἐκπληρωθῆ στὸν κατάλληλο καιρό.

Σὲ ἄλλες περιπτώσεις οἱ προφητεῖες τοῦ Κυρίου συνδέονται μὲ διάφορα σημεῖα. Ὅταν π.χ θεράπευσε τὸ δοῦλο τοῦ ἑκατοντάρχου, προφήτευσε καὶ τὴ συμμετοχὴ τῶν ἐθνικῶν στὴν Ἐκκλησία· «Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἤξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 8,11). Ἔτσι, οἱ σύγχρονοί του ποὺ εἶδαν τὸ σημεῖο τὸ ἔχουν ὡς ἐγγύησι γιὰ τὴν ἐκπλήρωσι τῆς προφητείας καὶ ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε τὴν ἐκπλήρωσι τῆς προφητείας, βεβαιωνόμαστε γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ σημείου καὶ ὅτι αὐτὸς ποὺ τὸ πραγματοποίησε εἶνε ὁ Θεός.

Τὰ γνωρίσματα τῆς βιβλικῆς προφητείας παρουσιάζουν ὑπὸ κλίμακα καὶ οἱ προφητεῖες τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ. Συμπλέκονται δηλαδὴ μὲ ἱστορικὰ γεγονότα καὶ λαμβάνουν ὡς μάρτυρες διάφορα σημάδια, κυρίως σταυρούς, ποὺ ἔστηνε ὁ ἴδιος. Θὰ ἀναφέρω μερικὲς τέτοιες προφητεῖες, οἱ ὁποῖες μαρτυροῦνται ἀναμφισβήτητα, ἂν καὶ εἶνε ἀπὸ τὶς πλέον ἄγνωστες. Οἱ δυὸ πρῶτες εἶνε ἀνέκδοτες καὶ ἀποτελοῦν προσωπική μου κατάθεσι. Ἡ τρίτη καὶ ἡ τέταρτη δὲν ἔχουν ἐπισημανθῆ, ὅσο γνωρίζω, ἀπὸ ἄλλον ἑρμηνευτῆ, τὴν δὲ πέμπτη θεωρῶ κατ᾿ ἐξοχὴν χαρακτηριστικὴ τῆς προφητικῆς νοοτροπίας τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ...


--------------------------------------------------------------------------------

AΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ ΘΑΥΜΑΤΑ



AΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ ΘΑΥΜΑΤΑ 2



ΑΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ ΘΑΥΜΑΤΑ 3

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ

Από τους μεγαλύτερους της αφύπνισης και αναγέννησης του ελληνισμού, ο λόγιος ιερέας Κοσμάς, μορφωμένος σε εκκλησιαστικές σχολές έρχεται σε αντίθεση με την μεροληπτική και επίπεδη επιχειρηματολογία των Εθνικών για τον δήθεν ανθελληνισμό της Βυζαντινής  Ελληνικής Ορθόδοξης Αυτοκρατορίας και των πολιτών της, όπως επίσης και για εκείνον της Εκκλησίας. Επίσης θα καταδείξει την πάγια τακτική της εξουσίας προς τους πολέμιούς της, ανεξαρτήτου θρησκευτικού φρονήματος και εθνικής προέλευσης. Ας προσεχθεί επίσης πως αυτός ο αφυπνιστής του Γένους είναι Χριστιανός και όχι υποτιθέμενος «κρυπτόμενος Εθνικός υπό διωγμό, που θεράπευε τον Ελληνικό πολιτισμό». Αυτός ο Έλληνας Προφήτης Χριστιανός Ιερέας συνέβαλε στην αφύπνιση του Ελληνισμού σπουδάζοντας και μαθαίνοντας γράμματα αποκλειστικά σε εκκλησιαστικά μορφωτικά ιδρύματα (Αθωνιάδα, Πατριαρχική Σχολή Κωνσταντινούπολης κ.α.). Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα επιχειρήματα Εθνικών για την μη «ελληνική» παιδεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τους θεσμούς που αυτή περικλείει.


Γεννήθηκε το 1714 στο Μεγάλο Δένδρο της Αιτωλίας. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Κώνστας. Στην ηλικία των 8 στάλθηκε στην Σιγδίτσα της επαρχίας Παρνασσίδος όπου ήταν μαθητής του ιεροδιδάσκαλου Λύτσικα , αργότερα μετέβη στο Άγιο Όρος όπου σπούδασε στην Αθωνιάδα Σχολή υπό τους διδάσκαλους Παναγιώτη Παλαμά και Νικόλαο Ζερτζούλην. Μετά την αποφοίτησή του πήγε στην μονή Φιλοθέου, όπου και χειροτονήθηκε μοναχός με το όνομα Κοσμάς. Ο μονότονος μοναχικός βίος του δεν του άρεσε όπου ήθελε να δράση για το όφελος της κοινωνίας.
Αφού εγκατέλειψε την μονή πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου συναντήθηκε με τον μεγάλο αδελφό του Χρύσανθο διδάσκαλο της πατριαρχικής σχολής. Με τις συστάσεις που του έκανε γνωρίστηκε με πολλούς αρχιερείς και  με τον πατριάρχη Σεραφείμ και με την έγγραφη άδεια του Πατριαρχείου άρχισε το ευαγγελικό κήρυγμα το 1760 από την πρωτεύουσα. Μετά περιηγήθηκε στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους , τη Μακεδονία , Ήπειρο , Θεσσαλία , Στερεά Ελλάδα και Ιόνια Νησιά κηρύττοντας τον θείο λόγο. 
 Τα κηρύγματα του Κοσμά δημιούργησαν μεγάλη εντύπωση διότι χρησιμοποιούσε την δημοτική γλώσσα. Ο λαός κατά χιλιάδες παρακολουθούσε τα κηρύγματά του σε όλα τα  χωριά ενώ εκείνος δίδασκε με ασυνήθιστη ευγλωττία , κοινωνική αλληλεγγύη , θρησκευτική ευλάβεια και την αγάπη του προς την παιδεία. Ήταν ένθερμος  υποστηριχτής της παιδείας. Αυτό φαίνεται και από μια επιστολή του προς τον  αδελφό του Χρύσανθο που τώρα ήταν Σχολάρχης Νάξου και από την οποία μαθαίνουμε ότι  ταξίδεψε σε 30 επαρχίες , ίδρυσε 10 ελληνικά σχολεία και 200 δημοτικά.  Στο τέλος της επιστολής του γράφει : «Δέκα χιλιάδες Χριστιανοί με αγαπώσι και ένας με μισεί. Χίλιοι Τούρκοι με αγαπώσι και ένας όχι τόσο. Χιλιάδες εβραίοι θέλουσι τον θάνατό μου και ένας όχι. Αψοθ’ Μαρτίου β΄. Ο σός αδελφός Κοσμάς Ιερομόναχος».
 Όχι μόνο οι Χριστιανοί αλλά και οι Τούρκοι σέβονταν τον Κοσμά και άκουαν με προσοχή τις συμβουλές του. Σε όποιο μέρος δίδασκε καρφωνόταν ένας ξύλινος σταυρός για να αποδεικνύει ότι πέρασε από εκεί. Κατά την αποστολική του περιοδεία ακολουθείτο από πολλούς ιερείς οι οποίοι μιμούμενοι αυτόν διασκορπίζονταν στα χωριά κηρύττοντας ή αναγιγνώσκοντας τους λόγους του. Επειδή δε συνήθως έψεγε και κάκιζε τους άρχοντες των κοινοτήτων που επισκεπτόταν και τις αυθαιρεσίες τους , είχε πολλούς εχθρούς. Στην Κεφαλονιά οι άρχοντες - ευγενείς ζήτησαν από τον Ενετό  διοικητή  την απέλασή του η οποία όμως ματαιώθηκε από την ενθουσιώδη υποστήριξη του λαού.  Όταν αποφάσισε να μεταβεί στην Ζάκυνθο τον συνόδευσαν 10 πλοία κατάμεστα από Κεφαλλονίτες θαυμαστές του. Επειδή όμως οι άρχοντες του απαγόρευσαν να αποβιβασθεί γιατί φοβήθηκαν τα λεγόμενά του , γύρισε ξανά στην Κεφαλονιά και μετά από αρκετό καιρό στην Κέρκυρα όπου και του έγινε μεγάλη υποδοχή. Πρωτοφανής ήταν η συρροή των ακροατών τόσο από τους Ιονίους νήσους όσο και από την Ήπειρο ώστε και πάλι ο Κοσμάς δεν έμεινε ήσυχος. Αναγκάσθηκε από τον διοικητή του νησιού , που παρακινήθηκε από τους προύχοντες , να εγκαταλείψει το νησί και να περάσει στην Ήπειρο και την Αλβανία.
 Οι Εβραίοι της Ηπείρου συκοφάντησαν τον Αιτωλό ως φιλοπόλεμο και τον κατηγόρησαν στην Τουρκική διοίκηση ως οργανωτή επαναστάσεως. Προσκλήθηκε τότε στο  Βεράτιο της Αλβανίας για να απολογηθεί και καταγοήτευσε τόσο τον διοικητή ώστε αντί να καταδικασθεί του δόθηκε μικρός θρόνος όπου και ανέβηκε κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού. Τότε  οι Εβραίοι επινόησαν άλλο μέσο για να καταδικασθεί. Προσέλαβαν μουσουλμάνο εισπράκτορα ο οποίος ανάφερε στον διοικητή ότι λιγόστευαν οι φόροι διότι ο κόσμος παρακολουθεί την διδασκαλία του Αιτωλού αντί να ασχολείται με την γεωργία. Ο διοικητής διέταξε να τον σταματήσουν αλλά ο εισπράκτορας παρερμήνευσε την διαταγή και ενέργησε κρυφά ώστε να θανατωθεί. Σκοτώθηκε τις 24 Αυγούστου 1779.
 Την μνήμη του Κοσμά σέβονταν και οι Μουσουλμάνοι. Ο διαβόητος Αλή - Πασάς των Ιωαννίνων έκτισε με δικά του έξοδα εκκλησία στο χωριό Καλκουτάση του Βεράτιου, όπου κρεμάστηκε ο Άγιος Κοσμάς, ονομάσθηκε Άγιος με απόφαση της εκκλησίας , και ζήτησε να του ετοιμάσουν αργυρή κεφαλή του Αγίου. Όταν την έφεραν μπροστά στον Αλή , αυτός τότε έψαυσε 3 φορές τα γένια του σε σημείο σεβασμού. Επειδή οι παρόντες μουσουλμάνοι δυσανασχέτησαν τους είπε ο Αλή - Πασάς : «φέρετέ μου ένα μουσουλμάνο σαν αυτόν τον χριστιανό να του φιλήσω και τα πόδια».


Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ

Του Γ. Δ. Μεταλληνού , κοσμήτορα της Θεολ. Σχολής του Παν. Αθηνών.


    Ο Κοσμάς ο Αιτωλός, μοναχός, υπήρξε διδάσκαλος και φωτιστής του Γένους, εθνομάρτυρας και άγιος της Εκκλησίας. Καμιά προσωπικότητα των χρόνων της δουλείας δεν έχει απασχολήσει τόσο πολύ την επιστήμη, τη λογοτεχνία και τη θεολογία, όσο ο Πατροκοσμάς, όπως επικράτησε να ονομάζεται από τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Ανήκει στις φωτισμένες μορφές, που προετοίμασαν το Γένος για την παλιγγενεσία του. Η εμφάνιση του συνέπεσε με μια κρισιμότατη περίοδο της ιστορίας του δούλου Γένους. Τον 18ο αιώνα συντελείται η ανασυγκρότηση του ελληνισμού σε όλους τους τομείς. Μέσα στο προστατευτικό πλαίσιο της εθναρχούσας Εκκλησίας διατήρησε την ακεραιότητα του και μπόρεσε να επιβιώσει στους ιδιαίτερα δύσκολους 16ο και 17ο αιώνες.

Βιογραφικά
Γεννήθηκε το 1714 στο Μέγα Δένδρο (κατ' άλλους στον Ταξιάρχη), της επαρχίας Αποκούρου της Αιτωλίας. Το Μέγα Δένδρο δέχεται ως τόπο καταγωγής του ο πρώτος βιογράφος και σύγχρονος του Νικόδημος ο Αγιορείτης. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο ιεροδιδασκαλείο του Λύτσικα στη Σιγδίτσα της Παρνασσίδος και στη μονή Αγίας Παρασκευής στα Βραγγιανά των Αγράφων. Δίδαξε ως «υποδιδάσκαλος» στη Λομποτινά Ναυπακτίας και σε άλλα χωριά. Επιθυμώντας να λά6ει μιαν ανώτερη παιδεία πήγε στην Αθωνιάδα Σχολή (μονή Βατοπεδίου) γύρω στο 1750, όπου είχε δασκάλους τον Παν. Παλαμά, τον Ευγένιο Βούλγαρη και τον Νικ. Τζαρτζούλη.
Στο Άγιο Όρος επιδόθηκε στην άσκηση και τη μελέτη της Αγίας Γραφής και των εκκλησιαστικών Πατέρων. «Μελετώντας το άγιον και ιερόν Εύαγγέλιον -έλεγε στο κήρυγμα του-εύρον μέσα πολλά και διάφορα νοήματα, τα οποία είναι όλα μαργαριτάρια, διαμάντια, θησαυρός, πλούτος, χαρά, ευφροσύνη, ζωή αιώνιος». Μολονότι το περιεχόμενο της παιδείας του δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια, από το κήρυγμα του συνάγεται ότι είχε μια βαθιά εκκλησιαστική γνώση και μια επαρκή γενικότερη «θύραθεν» παιδεία. Γνώριζε καλά Ελληνικά, έμαθε ξένες γλώσσες («Εβραϊκά, Τουρκικά, Φράγκικα») και δείχνει κάποια άνεση στη χρήση και της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Άλλωστε, και μετά τη φοίτηση του στην Αθωνιάδα, ως μοναχός μπορούσε να συνεχίσει την κατάρτιση του «κατ' ιδίαν» («... έφθειρα την ζωήν μου είς την σπουδήν σαράντα πενήντα χρόνους... τα βάθη της σοφίας ήρεύνησα» -θα ομολογήσει). Το 1759 έγινε μοναχός στη μονή Φιλόθεου. Τότε άλλαξε το κοσμικό του όνομα Κώνστας με το μοναχικό Κοσμάς.
Στον χώρο της μετανοίας του φλεγόταν από τον πόθο να βοηθήσει το υπόδουλο Γένος, συμβάλλοντας στον κατά Θεόν φωτισμό του. «Άκούοντας και εγώ, αδελφοί μου -θα πει αργότερα-τούτον τον γλυκύτατον λόγον, όπου λέγει ο Χριστός μας, να φροντίζωμεν και δια τους αδελφούς μας, μ' έτρωγεν εκείνος ο λόγος μέσα είς την καρδίαν τόσους χρόνους, ωσάν το σκουλήκι, όπου τρώγει το ξύλον... Όθεν άφησα την Ιδικήν μου προκοπήν, το ιδικόν μου καλόν, και εβγήκα να περιπατώ από τόπον είς τόπον και διδάσκω τους αδελφούς μου». Και αλλού θα συμπληρώσει: «Επειδή το Γένος μας έπεσεν εις αμάθειαν, είπα: Ας χάση ο Χριστός εμένα, ένα πρόβατον, και ας κερδίση τα άλλα. Ίσως η ευσπλαγχνία του Θεού και η ευχή σας σώση και εμένα».
Στα τέλη του 1760, πιθανότατα, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και έλαβε άδεια και ευλογία του οικουμενικού πατριάρχη Σωφρονίου Β', για να αρχίσει το ιεραποστολικό του έργο, το οποίο συνέχισε για μια περίπου εικοσαετία και το επισφράγισε με το μαρτύριο του.
Ο Κοσμάς πραγματοποίησε τέσσερεις ή κατ' άλλους τρεις περιοδείες, σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Οι πορείες του δεν μπορούν να οριστούν με ακρίβεια. Διάφορες «ενθυμήσεις» εκκλησιαστικών βιβλίων, τοπικές παραδόσεις και οι επιστολές του βεβαιώνουν ότι περιόδευσε τα μέρη της Κωνσταντινούπολης, τη Θράκη, το Άγιο Όρος, τη Στερεά Ελλάδα, την Αχαΐα, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τα νησιά του Αιγαίου και Ιονίου, τμήμα της Σερβίας και τη Βόρειο Ήπειρο, όπου υπήρχε ελληνικό στοιχείο. Κήρυττε σε πόλεις και χωριά, σε ορεινές και απομονωμένες περιοχές, αψηφώντας μόχθο και κινδύνους. Παρά την ηπιότητα και πατρικότητα του κηρύγματος του, που έβρισκε μεγάλη λαϊκή ανταπόκριση, δεν έλειψαν οι αντιδράσεις. Τους πλουσίους και κάθε είδους δυνατούς προκαλούσε ο λόγος του να δώσουν «το άδικον οπίσω»· πολλούς από τους κοτζαμπάσηδες ο λόγος του για δικαιοσύνη- τους Ενετούς και το επτανησιακό αρχοντολόι η ρωμαίικη παράδοση, που αυτός εκπροσωπούσε· και τέλος τους Εβραίους η μεταφορά, με ενέργειες του, του παζαριού από την Κυριακή στο Σάββατο και οι λαϊκές αντιεβραϊκές παραδόσεις, που χρησιμοποιούσε. Η επιβουλή των Εβραίων εναντίον του έγινε ο μεγαλύτερος κίνδυνος του: «Να τον παρακαλέσετε (τον Χριστό) -έλεγε-να με φυλάγη από τις παγίδες του Διαβόλου και μάλιστα των Εβραίων, όπου εξοδιάζουν χιλιάδες πουγγιά δια να με θανατώσουν». Στις 2 Μαρτίου 1779 έγραφε στον λόγιο αδελφό του Χρύσανθο: «Δέκα χιλιάδες Χριστιανοί με άγαπώσι και ένας με μισεί. Χίλιοι Τούρκοι με άγαπώσι και ένας όχι τόσον. Χιλιάδες Εβραίοι θέλουν τον θάνατον μου και ένας όχι». Οι Εβραίοι τον συκοφάντησαν ότι δήθεν ήταν όργανο της Ρωσίας και υποκινούσε επανάσταση. Ενώ κήρυσσε στο χωριό Κολικόντασι του Βερατίου, συνελήφθη με εντολή του Κουρτ πασά, στις 23 Αυγούστου 1779, και την επομένη κρεμάστηκε από δέντρο στις όχθες του ποταμού Άψος, χωρίς καμιά δίκη και καταδικαστική απόφαση. Το σώμα του γυμνώθηκε και ρίχτηκε οτον ποταμό, απ' όπου το ανέσυρε ύστερα από τρεις μέρες ο εφημέριος του χωριού και το έθαψε στον ναό του.

Η δράση
Ο Κοσμάς επέλεξε τον αποστολικό τρόπο δράσης, υπακούοντας σε εντολές και ευρύτερο σχέδιο του οικουμενικού πατριαρχείου. Η έναρξη ιεραποστολικής δράσης σχεδόν ταυτόχρονα με τον Κοσμά και από τον λόγιο ιεροκήρυκα του πατριαρχείου Δωρόθεο Βουλησμά ενισχύει αυτή την εκδοχή. Οι περιοδείες του Πατροκοσμά αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της λαϊκής ενότητας μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση, που ήταν και εθνική. Πρωταρχικός στόχος του ήταν η ανάσχεση των εξισλαμισμών, που είχαν πυκνωθεί τον 18ο αιώνα. Το κήρυγμα του Πατροκοσμά μπόρεσε να βρει απήχηση και συνεπώς να έχει και διάρκεια, γιατί ο Κοσμάς μπορούσε να μιλεί με τρόπο κατανοητό στον λαό, αντίθετα με άλλους λογίους ιεροκήρυκες της εποχής του. Ο λόγος του φανερώνει το λαϊκό φρόνημα του. Χρησιμοποίησε τον γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας των λαϊκών στρωμάτων, για να μπορεί να βρει απήχηση ο λόγος του. Διάνθιζε το κήρυγμα του με ελεύθερη απόδοση αγιογραφικών και πατερικών χωρίων, με τα οποία ο λαός ήταν εξοικειωμένος στη λειτουργική ζωή του. Ο «δημοτικισμός» όμως του Πατροκοσμά δεν ήταν τεχνητός, αλλά φυσικός και αβίαστος. Δεν επεδίωκε, άλλωστε, τον εντυπωσιασμό του λαού, αλλά την πνευματική προκοπή του. Στην απλουστευμένη μορφή του λόγου του σώζεται ατόφιος ο ελληνικός γλωσσικός πλούτος, μέσα σε μια φυσική και ανεπιτήδευτη ρητορικότητα, που παρουσιάζει σε πολλά σημεία σπάνια λογοτεχνική δύναμη. Ο Πατροκοσμάς δεν κατέχεται από κάποιο γλωσσικό μονισμό. Γνωρίζει την ελληνική γλώσσα σ' όλη τη διαχρονία της. Γι' αυτό χρησιμοποιεί με άνεση διάφορες γλωσσικές μορφές, ανάλογα με τις περιστάσεις. Αρκεί να παραβάλει κανείς τη γλώσσα του κηρύγματος του με εκείνη της αλληλογραφίας του.
Η αγάπη του Κοσμά για τον λαό φανερώνεται συχνά στο κήρυγμα του. «Χρέος έχουν εκείνοι, όπου σπουδάζουν -σημειώνει-να μη τρέχουν εις αρχοντικά και αυλάς μεγάλων και να ματαιώνωσι (να χαραμίζουν) τη σπουδή τους, δια να αποκτήσουν πλούτον και αξίωμα, αλλά να διδάσκωσι μάλιστα τον κοινόν λαόν, όπου ζώσι με πολλήν απαιδευσίαν και βαρβαρότητα». Πρότυπα του σε αυτό το πλησίασμα του λαού, που επιχείρησε, είχε ασφαλώς τον Φραγκίσκο Σκούφο (1644-1697), τον Ηλία Μηνιάτη (1669-1714) και τον Βικέντιο Δαμοδό (1700-1752). Την ίδια δε παράδοση θα ακολουθήσει και ο νεώτερος του Κοσμά Νικηφόρος Θεοτόκης (1730-1800).
Το κήρυγμα του Πατροκοσμά και η διδασκαλία του αποτυπώθηκαν στις περίφημες Διδαχές του, ο οποίες δείχνουν την πατερικότητα και παραδοσιακότητά τους. Στον λιτό και ανεπιτήδευτο λόγο του ανακεφαλαιώνεται όλη η πατερική παράδοση. Το φιλολογικό πρόβλημα των Διδαχών εξέτασε εκτεταμένα ο Ι. Μενούνος στη διατριβή του. Ο λόγος του Πατροκοσμά δεν έχει μεγάλη ποικιλία. Είναι μια βασική διδασκαλία, που ο «σκελετός» της παρέμενε βασικά ο ίδιος, με ανάλογες προσαρμογές κατά τις περιστάσεις. Το θεολογικό του σχήμα είναι: δημιουργία από τον Θεό -πτώση- σωτηρία εν Χριστώ -μέθοδος οικειώσεως της εν Χριστώ σωτηρίας (λυτρωτικά μέσα της Εκκλησίας: άσκηση -μυστήρια). Ο Ι. Μενούνος διακρίνει πέντε τύπους Διδαχών (συνολικά 26 κείμενα) του Κοσμά, των τελευταίων ετών της δράσης του. Κανένα αυτόγραφο του δεν σώζεται. Τα κηρύγματα του καταγράφονταν από ακροατές του.
Ο Κοσμάς ακολουθούσε συγκεκριμένη πορεία στο κήρυγμα του. Σε κάθε τόπο έκανε μια πρώτη ομιλία το βράδυ, γιατί η μετακίνηση του γινόταν στη διάρκεια της ημέρας. Το πρωί έκανε μια δεύτερη ομιλία. Στην πρώτη μιλούσε για τη δημιουργία και την πτώση, στη δεύτερη για τη σωτηρία. Το δεύτερο βράδυ έκανε τρίτη ομιλία με θέμα την ανάσταση και την εξάπλωση της πίστης, μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία.
Η ευρύτερη θεματική των ομιλιών του είχε στόχο την ανταπόκριση στις άμεσες ανάγκες και στους προβληματισμούς του Γένους. Θα μπορούσαν να διακριθούν εδώ τρεις άξονες:

α) Η ορθόδοξη πίστη και παράδοση
Απέβλεπε στην αναζωπύρηση του πατερικού φρονήματος, για την επανεύρεση των υπαρκτικών θεμελίων του Γένους. ΓΓ αυτό έκανε συνεχώς έκκληση στην ορθόδοξη συνείδηση του λαού: «Έμαθα -έλεγε-πώς με την χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χρίστου και Θεού δεν είσθενε Έλληνες (δηλ. ειδωλολάτρες), δεν είσθενε ασεβείς αιρετικοί άθεοι, αλλ' είσθενε ευσεβείς ορθόδοξοι Χριστιανοί, πιστεύετε και είσθενε βαπτισμένοι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και είσθενε τέκνα και θυγατέρες του Χριστού μας...». Η δική του (δια)φωτιστική προσπάθεια διαφοροποιούνταν ριζικά από εκείνη των δυτικόφρονων Διαφωτιστών της εποχής και επεδίωκε να προφυλάξει τον λαό από τη σύγχυση των διαφόρων προπαγανδών, που άρδευαν κατακλυσμικά τη συνείδηση του: «Όλες οι πίστες -ήταν το κήρυγμα του Πατροκοσμά-είναι ψεύτικες, κάλπικες, όλες του Διαβόλου. Τούτο εκατάλαβα αληθινόν, θείον, ούράνιον, σωστόν, τέλειον και δια λόγου μου και δια λόγου σας, πως μόνη η πίστις των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών είναι καλή και αγία...». Το κήρυγμα του, τριαδοκεντρικό οπωσδήποτε, εστιάζεται συχνά στο πρόσωπο του Χριστού, αφού το «κινδυνευόμενον και προκείμενον» ήταν η χριστιανική (ορθόδοξη) υπόσταση του Έθνους. Ο Χριστός είναι για τον Κοσμά «ό γλυκύτατος αύθέντης και δεσπότης». Χρυσοστομικές εξάρσεις στον λόγο του είναι συχνές: «Άνίσως, αδελφοί μου, και ήταν δυνατόν να ανεβώ εις τον ούρανόν, να φωνάξω μίαν φωνήν μεγάλην, να κηρύξω εις δλον τον κόσμον πώς μόνος ό Χριστός μου είναι Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός αληθινός και ζωή των απάντων, ήθελα να το κάμω».
Το κήρυγμα του δεν ήταν άχρωμη ηθικολογία, αλλά θεολογία, πατερικό στην ουσία του και δογματικό παρά την απλότητα του. Προέβαλλε το ορθοδοξοπατερικό ήθος μέσα από τον ρεαλισμό της εν Χριστώ σωτηρίας. Ζητούσε καθαρότητα της καρδιάς, για να μπορεί να βλαστήσει ο Θείος σπόρος (πρβλ. Λουκ, η' 5 κ.εξ.) και μετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας. Γι' αυτό έστηνε έναν ξύλινο σταυρό (πολλοί από αυτούς έχουν σωθεί) και δίδασκε στη σκιά του, καλώντας τον λαό στα μυστήρια (ευχέλαιο, εξομολόγηση, Θεία Ευχαριστία). Από την ορθόδοξη παράδοση προχωρούσε στο ορθόδοξο ήθος, προβάλλοντας την τριάδα των αρετών: ταπείνωση, συγχωρητικότητα, αγάπη, ως θεμέλιο της εκκλησιαστικής κοινωνικότητας. Ζητούσε από τον Θεό να «φύτευση και να ρίζωση εις την καρδίαν (των ακροατών του) την εϊρήνην, την άγάπην, την όμόνοιαν, την πραότητα, την θερμήν πίστιν, την όρθήν έξομολόγησιν». Οικοδομούσε, έτσι, τον σύνδεσμο ατομικότητας και κοινωνικότητας μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα.

β) Η γνήσια παιδεία
Ο Πατροκοσμάς υπήρξε απόστολος όχι μόνο της Ορθόδοξης πίστης, αλλά και της ελληνικής παιδείας. Σ' αυτό το σημείο δεν έλειψαν οι αντιφατικές κρίσεις και ιδεολογικές ακόμη χρήσεις των λόγων του. Την παιδεία συνδύαζε με τον φωτισμό του ανθρώπου και γι' αυτό θεωρούσε αμάρτημα την αδιαφορία απέναντι της: «Άμαρτάνετε πολύ να τα αφήνετε (=τα παιδιά) αγράμματα και τυφλά, και μη μόνον φροντίζετε να τους αφήσετε πλούτη καί υποστατικά, και μετά τον θάνατο σας να τα τρων και να τα πίνουν και να σας όπισολογοϋν (κατηγορούν; δυσφημούν;). Καλύτερα να τα αφήσετε φτωχά και γραμματισμένα, παρά πλούσια και αγράμματα». Η παιδεία όμως, που αυτός συνιστά, είναι η παιδεία του Γένους, ελληνική. Δεν τον κινεί κάποιος εθνικιστικός σωβινισμός στο αίτημα αυτό, αλλά η ιστορία του Γένους. Μιλεί για την παιδεία των Πατέρων, η οποία ως γνήσια ζήτηση της αλήθειας (φιλοσοφία) ανοίγει τον δρόμο προς το Ευαγγέλιο, τον λόγο της σωτηρίας. «Ή Εκκλησία μας -λέγει-είναι εις την έλληνικήν. Και αν δεν σπουδάσης τα Ελληνικά, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα πού ομολογεί η Εκκλησία μας». Για να περιορίσει και να εξαφανίσει από τους Έλληνες τη χρήση του βλάχικου ή αρβανίτικου γλωσσικού ιδιώματος, θα φθάσει σε σημείο να δηλώσει: «Όποιος χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, υπόσχεται μέσα είς το σπίτι του να μη κουβεντιάζη Αρβανίτικα, ας σηκωθή επάνω να μου είπη και να πάρω όλα του τα αμαρτήματα εις τον λαιμόν μου από τον καιρόν όπου εγεννήθηκε, έως τώρα, και να βάλω όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρέσουν...».
Η παιδεία που διέδιδε ο Πατροκοσμάς απέβλεπε στην αναγέννηση του Έθνους. Όπως έγραφε στους Παργίους, το ελληνικό σχολείο που θα ίδρυαν, έπρεπε να συντελέσει «εις την διαφύλαξιν της πίστεως και ελευθερίαν της πατρίδος». Ήταν μια παιδεία που ανταποκρινόταν στις άμεσες ανάγκες του δούλου Γένους και διαφοροποιούνταν ριζικά από εκείνη των δυτικοπλήκτων και τα «άθεα γράμματα» μερικών Διαφωτιστών. Το αυθεντικό πατερικό φρόνημα του αποτυπώνουν τα λόγια του: «Αι πολλαί Εκκλησίαι ούτε διατηρούν, ούτε ενισχύουν την πίστιν μας, όσον και όπως πρέπει, εάν οι εις Θεόν πιστεύοντες δεν είναι φωτισμένοι υπό των παλαιών και νέων Γραφών. Η πίστις μας δεν εστερεώθη από αμαθείς Αγίους, αλλά από σοφούς και πεπαιδευμένους, οίτινες και τας αγίας Γραφάς ακριβώς μας εξήγησαν και δια θεοπνεύστων λόγων αρκούντως μας εφώτισαν...». Πάνω σε παρόμοιες θέσεις του Πατροκοσμά, φαίνεται, στηρίχθηκε η άποψη ότι γκρέμισε στη Χειμάρρα εκκλησίες, για να γίνουν σχολεία. Δεν είναι όμως απίθανο, ερειπωμένες και εγκαταλελειμμένες εκκλησίες να όριζε να τις μετατρέψουν σε σχολεία. Το σχολείο όμως του Κοσμά ήταν προέκταση της Εκκλησίας: «Από το σχολείο μανθάνομεν, το κατά δύναμιν, τί είναι Θεός, τί είναι ή Αγία Τριάς, τί είναι άγγελοι, τί είναι αρχάγγελοι, τί είναι δαίμονες, τί είναι παράδεισος, τί είναι κόλασις, τί είναι αμαρτία, αρετή. Από το σχολείον μανθάνομεν τι είναι Αγία Κοινωνία, τι είναι Βάπτισμα, τι είναι το άγιον Εύχέλαιον, ο τίμιος γάμος, τι είναι ψυχή, τι είναι κορμί, τα πάντα από το σχολείον τα μανθάνομεν». Έβλεπε, συνεπώς, το σχολείο ως ναό της αληθινής γνώσης και θεοκεντρικής παιδείας. Ο διαφωτισμός του Πατροκοσμά ήταν ορθοδοξοκεντρικός. Το παιδευτικό του πρότυπο ήταν ο Θεάνθρωπος, όχι ο κατά κόσμον σοφός, αλλ' ο θεούμενος. Πλήρης η ταύτιση του με τους συγχρόνους του Κολυβάδες. Ως φωτιστής του Γένους δεν μπορεί να τοποθετηθεί δίπλα στους δυτικόφρονες, αλλά δίπλα στον Βούλγαρι και τον Νικόδημο τον Αγιορείτη. Ο ζήλος του για την παιδεία των ομοεθνών του φαίνεται από τα ίδια τα έργα του. Στον αδελφό του Χρύσανθο έγραφε (1779) ότι ίδρυσε 10 ελληνικά σχολεία και 200 για τα κοινά γράμματα (δημοτικά), στις 30 επαρχίες που είχε επισκεφθεί.

γ) Ορθόδοξη κοινωνικότητα
Ο Πατροκοσμάς απέβλεπε με το κήρυγμα του να σώσει και τα υπαρκτικά θεμέλια του Γένους στις διαστάσεις της ρωμαίικης κοινωνικότητας. Αποσκοπούσε όχι μόνο στην αναγέννηση του ανθρώπινου προσώπου, αλλά και σύνολης της κοινωνίας. Την κοινωνικότητα έβλεπε ως οριζόντια θρησκευτικότητα. Κήρυττε ισότητα και αδελφότητα όλων των ανθρώπων («από ένα άνδρα και μίαν γυναίκα εγεννήθημεν και όλοι είμεθα αδελφοί»). Δεν παρέλειπε όμως να συμπληρώνει: «Όλοι είμεθα αδελφοί, μόνον η πίστις μας χωρίζει», δείχνοντας την πατερική και εδώ θεμελίωση του. Η υπερφυλετική παναδελφοσύνη των ανθρώπων απέρρεε από τη ρωμαίικη οικουμενικότητα του φρονήματος του, που θεμελιωνόταν όχι στο όμαιμο, αλλά στο ομόπιστο, στο ομόδοξο. Παράλληλα όμως κήρυττε την ισότητα ανδρών και γυναικών και την ιερότητα του γάμου, μέσα όμως στη λειτουργική ιδιαιτερότητα των φύλων και της αποστολής τους στο κοινωνικό σώμα (ήθελε τον άνδρα «ωσάν βασιλέα» στην οικογένεια και την γυναίκα «ωσάν βεζίρη»). Συνιστούσε την πρακτική δικαιοσύνη, την αποφυγή «της αρπαγής και αδικίας» και να δίνεται «το άδικον οπίσω», σ' όποιον και αν είχε γίνει η αδικία («... όσοι αδικήσατε Χριστιανούς, ή Εβραίους, ή Τούρκους»).
Ιδιαίτερα εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο Πατροκοσμάς έδειχνε σημαντικό ενδιαφέρον για τη συλλογική -κοινωνική συμπεριφορά και οργάνωση, για κοινή-κοινοτική ύπαρξη και σύμπραξη: «Άμή τί είναι ή πλερωμή μου; Να καθίστετε από πέντε-δέκα να συνομιλήσετε αυτά τα θεϊα νοήματα, να τα βάλετε μέσα είς την καρδίαν σας, δια να σας προξενήσουν την ζωήν την αίώνιον». Σε κάθε τόπο, που επισκεπτόταν, συνιστούσε στη συσσωμάτωση σε αδελφότητα, για τη συλλογική δραστηριοποίηση της κοινωνικής ομάδας, στα όρια όμως μιας κοινής και εθνωφελούς στοχοθεσίας. Όριζε εκλογή των υπευθύνων με βάση δημοκρατική («με τη γνώμη όλων των χριστιανών»). Σύμφωνα με μαρτυρία του προβλεπτή της Λευκάδας, που είχε πάρει από τον κατάσκοπο του αγίου, άρχοντα Μαμωνά, ο Πατροκοσμάς απέτρεπε τους κατοίκους της Πρέβεζας να εκκλησιάζονται στις ενορίες εκείνες που δεν είχαν συσσωματωθεί σε αδελφότητα. Είναι φανερό ότι το κοινοβιακό πρότυπο του Αγιορείτη μοναχού Πατροκοσμά μεταφυτευόταν στις κοσμικές ενορίες και κοινότητες.
Την κοινωνική ενότητα στήριζε στον αλληλοσεβασμό «αρχόντων και αρχομένων». Προέτρεπε τους πιστούς να τιμούν τους ιερείς παραπάνω από τους βασιλείς και τους αγγέλους, αλλά και τους προεστούς και τους γεροντότερους, χωρίς «να καταφρονούν κανένα... ότι ο Θεός όμοια μας έχει όλους». Τις ρωμαίικες-ορθόδοξες ρίζες της κοινωνικής του θεωρίας αποκαλύπτει η θέση του για τους προεστούς: «Ό,τι χρεία τύχη της χώρας, τους προεστούς γυρεύουν και σεις κοιμάσθε ξέγνοιαστοι...». Στη συνάφεια αυτή έχει σημασία η τοποθέτηση του Πατροκοσμά απέναντι στον κατακτητή. Συνιστά στον λαό νομιμοφροσύνη, αλλ' όχι δουλικότητα: «Περιπατώ -γράφει σε κάποιον κατή-και διδάσκω τους Χριστιανούς να φυλάγουσι τας εντολάς του Θεού και να πείθωνται (υπακούουν) εις τας κατά Θεόν βασιλικάς προσταγάς» (Πράξ. ε' 29). Συνιστούσε υπακοή σε όσα «δεν αντιστέκονται στο Ευαγγέλιο».
Στη θέση του απέναντι στους Τούρκους μένει πιστός στη χαραγμένη ήδη από τον πατριάρχη Γεννάδιο Β' τον Σχολάριο τακτική. Βραχυπρόθεσμη συνεργασία και κατευνασμός του «θηρίου» και πρόκριση του Τούρκου, ως λιγότερο επικίνδυνου για την «ψυχή», από τον Φράγκο: «Και διατί δεν έφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, που ήταν τόσα ρηγάτα εδώ κοντά να τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον μέσαθε από την Κόκκινην Μηλιά και του το έχάρισεν; Ήξερεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν, και ο Τούρκος δεν μας βλάπτει. Άσπρα (χρήματα) δώσ' του καί καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι...». Έδινε έτσι μιαν απάντηση στους δυτικόφρονες ενωτικούς. Δεν δίσταζε όμως, όταν έπρεπε, να αποκαλύπτει τους εχθρούς της πίστεως και του Γένους: «Ό αντίχριστος ο ένας είναι ο Πάπας και ο έτερος είναι αυτός, που είναι εις το κεφάλι μας. Χωρίς να είπω το όνομα του, το καταλαβαίνετε...».

Ο οραματισμός
Η μεγαλόπνοη δράση του Πατροκοσμά δέχθηκε πολλές ερμηνείες, αναζητήθηκαν διάφορες σκοπιμότητες και επισημάνθηκαν ανάλογοι στόχοι. Θεωρήθηκε «εθνικιστής», «κοινωνικός επαναστάτης», «δημοτικιστής» κ.ά. Οι τοποθετήσεις όμως αυτές μάλλον τον αδικούν, διότι είναι ευδιάκριτη η πατερικότητά του. Ο άγιος Κοσμάς ανήκε ολόκληρος στην ορθόδοξη πατερική παράδοση, είχε ευρύ πατερικό πνεύμα και οι στόχοι και τα μέσα του καθορίζονταν από τη ζωή και πράξη της Εκκλησίας. Απέβλεπε στον αναβαπτισμό του Έθνους στην πατερική παράδοση, όπως αυτή σώζεται στην πραγματικότητα της Εκκλησίας. Οραματιζόταν μια ελληνική κοινωνία «κατοικία του Θεού, κατοικία των αγγέλων». Τίποτε λιγότερο, δηλαδή, ή περισσότερο από ό,τι ο ιερός Χρυσόστομος, όταν έλεγε: «γήν ούρανόν ποιήσωμεν». Το κήρυγμα του, προϋποθέτοντας την ακαταστασία των καιρών, οδηγούσε σε μια χριστοκεντρική κοινωνία, σε μια αταξική αδελφοποιία, μέσα στην ελευθερία και τη δικαιοσύνη: «Να ζήσουν (οι άνθρωποι) -έλεγε-και εδώ καλά, ειρηνικά και αγαπημένα, και μετά να πηγαίνουν εις τον παράδεισον να χαίρωνται πάντοτε». Έξω από κάθε ουτοπία, κινούνταν στον πνευματοκρατικό ρεαλισμό της Ορθοδοξίας, στα όρια του -υπαρκτού Χριστιανισμού», όπως σώζεται στη μοναστική αδελφότητα-ενορία. Αδιανόητη ήταν γι' αυτόν μια Ελλάδα χωρίς Χριστό, χωρίς Ορθοδοξία. Η φιλοπατρία του διεπόταν από τη διπολικότητα πρόσκαιρου - αιωνίου, με έμφαση βέβαια στο δεύτερο:
α) «Ή πατρίδα μου η ψεύτικη, η γήινη και ματαία, είναι από του Αγίου Άρτης και από την έπαρχίαν Άπόκουρον». Αλλά συμπλήρωνε:
β) «Ήμεϊς, Χριστιανοί μου, δεν έχομεν εδώ πατρίδα (Εβρ. ιγ' 14). Δια τούτο και ό Θεός μας έβαλε τον νουν εις το επάνω μέρος, δια να στοχαζώμασθε πάντοτε την ούράνιον βασιλείαν, την αληθινήν πατρίδα μας».
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο πρέπει να ιδωθεί και η εθνική του προσδοκία, η οποία δεν πρέπει να χωριστεί από τη ρωμαίικη οικουμενικότητα, που, όπως στους Κολυβάδες, σωζόταν και στον Πατροκοσμά. Μιλούσε για το ρωμαίικο («αυτό μια μέρα θα γίνη ρωμαίικο»). Η ανάσταση του Γένους προσανατολιζόταν στην Πόλη και την Ελληνορθόδοξη αυτοκρατορία της Ρωμανίας. Αυτή την αποκατάσταση του Γένους υπαινίσσονταν και οι σπουδαίες προφητείες του. Με υπονοούμενα και συμβολικές φράσεις, εξάλλου, προσπαθούσε να εμπνεύσει στις ψυχές των υποδούλων τον πόθο της παλιγγενεσίας και να συντηρήσει την ελπίδα για την έλευση του «ποθούμενου». Και ως μόνο μέσο γι' αυτή την ενδυνάμωση της συλλογικής συνείδησης θεωρούσε την εμμονή στην πίστη: «Το κορμί σας ας το καύσουν, ας το τηγανίσουν· τα πράγματα σας ας τα πάρουν, μη σας μέλλει. Δώσατε τα. Δεν είναι δικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δύο όλος ο κόσμος να πέση δεν ημπορεί να σας τα πάρη, εκτός και τα δώσετε με το θέλημα σας. Αυτά τα δύο να τα φυλάττετε, να μη τα χάσετε». Μετά τις αποτυχίες των ρωσοτουρκικών συγκρούσεων (1774 κ.ε.) πρέπει να συνειδητοποίησε ο Κοσμάς την ανάγκη της εσωτερικής σποράς μέσα στη λαϊκή ψυχή, ώστε να βρει μόνη της τον δρόμο της ελευθερίας, με την αναζωπύρηση της αυτοσυνειδησίας της.

Η απήχηση
Το κήρυγμα του Πατροκοσμά είχε τεράστια απήχηση στον λαό. Σε κάθε τόπο, που επισκεπτόταν, προκαλούσε σεισμό στις συνειδήσεις, συνοδευόμενο από μετάνοια. Εχθροί συμφιλιώνονταν, κλέπτες επέστρεφαν τα κλοπιμαία, ληστές μεταβάλλονταν, πλούσιες γυναίκες πρόσφεραν τα χρυσάφια τους για έργα φιλανθρωπίας κ.λπ. Κατά τον βιογράφο του Νικόδημο μοίρασε συνολικά «υπέρ τα πεντακόσιας χιλιάδας σταυρούδια». Τις ομιλίες του παρακολουθούσαν χιλιάδες (τουλάχιστον 6.000 ήταν οι ακροατές του στο χωριό Μαύρο Μανδήλι κοντά στην Πρέβεζα κατά τον κατάσκοπο του Μαμωνά). Ακόμη και σήμερα όλη η βορειοδυτική Ελλάδα διατηρεί τη μνήμη της παρουσίας του. Σε πολλά μέρη της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, των Αγράφων και της Στερεάς άρχιζε η επανάσταση με το δίστιχο: «Βοήθα μας, άγιε Γιώργη, και συ άγιε Κοσμά / να πάρουμε την Πόλη και την Αγιά-Σοφιά». Ιδιαίτερη εκτίμηση έτρεφε για τον άγιο ο διαβόητος Αλή πασάς των Ιωαννίνων, του οποίου το μέλλον είχε προφητεύσει ο Κοσμάς. Γι' αυτό και ανήγειρε μεγαλοπρεπή ναό στον τόπο της ταφής του αγίου. Διέταξε ακόμη να κατασκευάσουν αργυρά θήκη για την κάρα του, την οποία πολλές φορές έφερε στα Γιάννινα, για να την προσκυνήσει. Όταν κάποιοι τον χλεύασαν για την πράξη του αυτή, απάντησε με οργή: «Φέρετε μου ένα μουσουλμάνο σαν κι αυτόν τον Χριστιανό και να του φιλήσω και τα πόδια».
Ο Πατροκοσμάς είχε και το χάρισμα της θαυματουργίας, ευρύτατα γνωστό στον λαό, που είχε, έτσι, τη βεβαίωση του αγιοπνευματικού φωτισμού του. Δείγματα της αγιότητας του ήταν και οι προφητείες του, πολλές από τις οποίες βρήκαν την πραγμάτωση τους. Έλεγε λ.χ. «το ποθούμενο θα γίνη στην τρίτη γενεά. Θα τδ δουν τα εγγόνια σας». Πράγματι, η γενεά του 1821 ήταν η τρίτη από την εποχή του Κοσμά. «Πότε θαρθή το ποθούμενο;» -τον ρώτησαν στα Τσαραπλανά της Ηπείρου. «Όταν ενωθούν αυτά», απάντησε, δείχνοντας δύο μικρά δένδρα, τα οποία πράγματι μεγάλωσαν και ενώθηκαν το 1912. Ο λαός τον τιμούσε γι' αυτό ως άγιο ήδη πριν από το μαρτύριο του, μετά το οποίο του αποδίδονταν τιμές μάρτυρα της πίστεως. Αυτή την πράξη έλαβε υπ' όψιν το οικουμενικό πατριαρχείο, το οποίο με πράξη του τον κατέταξε μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας, στις 20 Απριλίου 1961, υπογραμμίζοντας, ότι «άπασαν την πατρώαν γήν διέδραμε, κηρύττων ιεραποστολικώς τον λόγον του θεού, σχολεία πολλαχοϋ ιδρύων, ασθενούντας θεραπεύων, την άγίαν αυτού έκκλησίαν κρατύνων, τύπον δ' εαυτόν ταπεινώσεως, αύταπαρνήσεως, αρετής και εγκράτειας άναδείξας, έως ου και τον μαρτυρικόν ύπέμεινε θάνατον». Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου, μέρα του μαρτυρίου του.
Ο άγιος Κοσμάς ονομάστηκε «ο μεγαλύτερος μετά την άλωση Έλληνας» και πατέρας του νεοελληνικού Έθνους. Ίσως θα πρέπει να προστεθεί ότι υπήρξε πρότυπο νεοελληνικού ήθους και αναστηλωτής του αυθεντικού ελληνορθόδοξου ιδεώδους.




Ο ΑΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

Ο άγιος Ραφαήλ γεννήθηκε στην Ιθάκη περί το 1405-1410.
Το όνομά του ήταν Γεώργιος. Ο πατέρας του Διονύσιος και η μητέρα του Μαρία του μετέδωκαν τη θερμή πίστη και αγάπη στο Χριστό και έτσι 16 μόλις ετών ήρθε στην Αθήνα και έγινε μοναχός και αργότερα ιερεύς, και πήρε το όνομα Ραφαήλ. Για ανώτερες θεολογικές σπουδές ήλθε στη Γαλλία και επέστρεψε στην Αθήνα με ένα φίλο και συσπουδαστή που γνώρισε εκεί, το Νικόλαο από τη Θεσσαλονίκη.
Στην Αθήνα ο Ραφαήλ ανέλαβε εφημεριακά καθήκοντα στον παρά την Ακρόπολη ναό του αγίου Δημητρίου του Λαμπαδιάρη.
Ο Νικόλαος χειροτονήθηκε και αυτός διάκονος και φαίνεται ότι δεν εγκατέλειψε ποτέ το φίλο του Ραφαήλ. Μαζί τους βρίσκουμε στην Κωνσταντινούπολη, που ήρθαν για εκκλησιαστικές υποθέσεις, μαζί αργότερα στη Θράκη, όπου πληροφορήθηκαν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως.

Τότε, αφού έπεσε στα χέρια των Τούρκων η Κωνσταντινούπολη, αναζητώντας τόπο ελεύθερο και ασφαλέστερο για να μονάσουν, ήρθαν στη Μυτιλήνη. Ζήτησαν κάποιο μοναστήρι για να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους. Και σαν τέτοιο τους συνέστησαν το παλαιό και κατεστραμμένο από πειρατές κατά το έτος 1235 μοναστήρι των Καρυών της Θερμής, στο οποίο ζούσε ένας και μόνο μοναχός, ο Ρουβείμ.
Εκεί οδήγησε τα βήματά τους ο Θεός. Εκεί θέλησε να ζήσουν και να αγιάσουν τον τόπο μας με τα μαρτυρικά τους αίματα.

Δεν άργησε να εκραγεί στην περιοχή της Θερμής κάποιο κίνημα και οι υπόνοιες των Τούρκων ότι στο μοναστήρι κρύβονται και περιθάλπονται οι επαναστάτες, έκαμαν να ξεσπάσει όλη η εχθρότητα και εξοντωτική μανία τους στο Ραφαήλ, που είχε γίνει ηγούμενος της μονής, το Νικόλαο και άλλους, που βρέθηκαν στη μονή ή συνέλαβαν και οδήγησαν σ’ αυτήν οι Τούρκοι, για να ανακρίνουν και τελικά να θανατώσουν. Ήταν ο πρόεδρος της κοινότητας Θερμής Βασίλειος, η σύζυγος του και η κόρη τους Ειρήνη ηλικίας ένδεκα ετών, και ο δάσκαλος της κοινότητας Θεόδωρος.

Η ανάκριση και οι βασανισμοί άρχισαν τη Μ. Πέμπτη, μόλις τέλειωσε η θεία Λειτουργία και βάσταξαν μέχρι την Τρίτη της Διακαινησίμου, κατά την οποία όλοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο.

Πρώτα έκοψαν το χέρι της κόρης του προέδρου Ειρήνης μπροστά στα μάτια του πατέρα και της μητέρας της, για να τους αναγκάσουν να μαρτυρήσουν τους επαναστάτες, και στη συνέχεια έκαψαν την Ειρήνη μέσα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι της μονής που βρίσκεται σήμερα μέσα στο ναό. Αμέσως κομμάτιασαν κυριολεκτικά τους γονείς της και αποκεφάλισαν το δάσκαλο Θεόδωρο.

Ο διάκονος Νικόλαος δεμένος σε κορμό δένδρου, εξαντλημένος από τα φρικτά βασανιστήρια και βλέποντας τη σφαγή των άλλων δεν άντεξε, έπαθε συγκοπή καρδιάς. Ο άγιος Ραφαήλ υπέφερε τα πάνδεινα. Τον θανάτωσαν, αφού τον πριόνισαν από το στόμα.

Ήταν Τρίτη Διακαινησίμου (Λαμπροτρίτη) 9 Απριλίου 1463. Οι τύραννοι έβαλαν φωτιά και κατέκαψαν το μοναστήρι, ενώ έξω αφήκαν άταφα εδώ και εκεί σε φρικτή κατάσταση τα λείψανα των μαρτύρων, τα όποια έθαψαν αργότερα κάτοικοι της Θερμής, που ανέβηκαν στο μοναστήρι, παρά την τρομοκρατία των ημερών εκείνων.

Στον τόπο του κατεστραμμένου μοναστηρίου δεν υπήρχε τίποτε εκτός από ένα μικρό ετοιμόρροπο εκκλησάκι, στο οποίο ανέβαιναν να λειτουργήσουν κάθε Λαμπροτρίτη οι κάτοικοι της Θερμής. Χωρίς να ξέρουν το γιατί γιόρταζαν αυτή και όχι άλλη μέρα. Και η τοποθεσία είχε πάρει το όνομα «Καλόγερος», γιατί πολλοί έβλεπαν να περιφέρεται εκεί μια σκιά, σαν να ήταν ένας ψηλός κατά το ανάστημα καλόγερος.

Το 1959 θέλησαν οι ευσεβείς ιδιοκτήτες του ελαιοκτήματος Άγγελος και Βασιλική Ράλλη, να χτίσουν στην ίδια θέση, που ήταν το παλιό και ετοιμόρροπο, ένα νέο εκκλησάκι. Έτσι στις 29 Ιουνίου του 1959 άρχισαν οι εργασίες αλλά στις 3 Ιουλίου και σε αρκετό βάθος, που έσκαβαν, για να ανοίξουν τα θεμέλια, βρέθηκε ένας τάφος σχηματισμένος με πέτρες άπλες και οστά που φαινότανε να ήταν πολλών ετών.

Η ιδιοκτήτρια του ελαιοκτήματος έγραψε τότε σχετικά με την εύρεση του τάφου στον αείμνηστο Φώτη Κόντογλου, που ζητούσε πληροφορίες για να γράψει στο βιβλίο του «Σημείο Μέγα» τα παρακάτω:
«Ήρχισε το άνοιγμα των θεμελίων. Εις το μέσον του ναϋδρίου υπήρχε μια πέτρα, την οποία, όταν πήγαν να βγάλουν οι εργάτες, είδαν ότι προχωρούσε καθέτως σε μεγάλο βάθος, ως να είχε τοποθετηθεί σκόπιμα. Στο τέλος σταματούσε πάνω σε μια πλάκα, κάτω από την οποία υπήρχε μνημείον με ανθρώπινον σκελετόν άθικτον. Η κεφαλή απείχε 30 πόντους από το κυρίως σώμα, έλειπε δε η κάτω σιαγών. Ήταν τα χέρια σταυρωμένα και είχε στο στόμα κεραμίδι με χαραγμένο σταυρό. Οι εργάτες έβγαλαν τα οστά και τα έθεσαν στη ρίζα ενός δένδρου, όπου και παρέμειναν έως δέκα ημέρες. Η εύρεσις έγινε εις τις 3 Ιουλίου. Από εδώ αρχίζει η ιερά υπόθεσις των αγίων...».

Αυτές τις δέκα ημέρες άρχισαν τα παράδοξα φαινόμενα, κρότοι ανεξήγητοι, οράματα πολλά σε πολλούς, που ούτε για τη θρησκευτικότητα τους ήταν γνωστοί, μάλλον δε σε μερικούς το αντίθετο συνέβαινε, όνειρα πολλά ανδρών και γυναικών, αποκαλύψεις, οδηγίες για τον τρόπο που πρέπει να γίνουν ανασκαφές, για την εύρεση όλων των τάφων και των λειψάνων των αγίων και άλλων αντικειμένων, αποκαλύψεις που εξιστορούσαν λεπτομερέστατα όλη την ιστορία του Αγίου Ραφαήλ, όλες τις λεπτομέρειες του μαρτυρίου των αγίων, την ιστορία της Ιεράς μονής πριν την καταστροφή της (1235) και ύστερα απ’ αυτήν και όλα αυτά τα επιβεβαίωναν τα ευρήματα των ανασκαφών που γινόταν σε αρκετή έκταση και αρκετό βάθος λόγω της ανισόπεδης έκτασης του κτήματος.

Σε διάστημα δύο ετών βρέθηκαν όλοι οι τάφοι, το πιθάρι που έκαψαν την Ειρήνη, ο τάφος της μοναχής Ολυμπίας, ηγουμένης κατά το 1235, η σιαγόνα του αγίου Ραφαήλ, που δεν βρέθηκε στον τάφο του αγίου αλλά σε άλλη θέση που υπέδειξε ο άγιος το άγιασμα, μετάλλινη εικόνα του Παντοκράτορα και άλλα ευρήματα.

Οι χιλιάδες των χριστιανών, που έρχονταν να προσκυνήσουν, ένοιωθαν ιερό δέος. Άρχισαν να γίνονται, ολονύκτιες αγρυπνίες, να ακούονται τη νύχτα στον προ ολίγου έρημο αυτόν τόπο ψαλμωδίες όλου του πλήθους των ευσεβών προσκυνητών και να φαίνεται στο σκοτάδι της νύχτας το φαντασμαγορικό θέαμα χιλιάδων κεριών στα χέρια των χριστιανών, που κατέκλυζαν όλη την έκταση πάνω και γύρω από τους ανοιγμένους τάφους των αγίων.

Τα θαύματα, πολλά και μεγάλα, επιβεβαίωναν την αγιότητα των ιερών λειψάνων και μετέφεραν την ευλογία του Θεού όχι μόνο σ’ αυτούς, που έρχονταν στο νησί να προσκυνήσουν τους αγίους, αλλά και πολύ μακριά απ’ αυτό, στην Αμερική, στην Αυστραλία σε ανθρώπους που ούτε είδαν ούτε άκουσαν, ούτε φαντάστηκαν ποτέ την ύπαρξη των αγίων της Λέσβου.

Η θερμή αυτή πίστη των χριστιανών, τα θαύματα, η προσέλευση προσκυνητών ανήγειραν μέσα σε λίγα χρόνια τον περίλαμπρο ναό των αγίων και τα κτίρια της Ιεράς Μονής, η οποία σήμερα αποτελεί πανελλήνιο προσκύνημα.
 


ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

Εν Λέσβω αθλήσαντες υπέρ Χριστού του Θεού,
αυτήν ηγιάσατε τη των λειψάνων υμών
ευρέσει μακάριοι·
όθεν υμάς τιμώμεν, Ραφαήλ θεοφόρε,
άμα σύν Νικολάω και παρθένω Ειρήνη,
ως θείους ημών προστάτας
και πρέσβεις προς Κύριον.
 

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Η έννοια της Παράδοσης κατά τους Πατέρες







Ο Μέγας Βασίλειος στο λόγο του περί «Αγίου Πνεύματος» σημειώνει χαρακτηριστικά: «Των εν τη Εκκλησία πεφυλαγμένων δογμάτων, τα μεν εκ της εγγράφου διδασκαλίας έχομεν, τα δε εκ της των Αποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ημίν ως εν μυστηρίω παραδεξάμεθα, άπερ αμφότερα την αυτήν έχει ισχύν προς την ευσέβειαν.» Ο Μεγάλος Καππαδόκης Πατέρας τονίζει εδώ πως πηγές της πίστης μας είναι από τη μια η Αγία Γραφή και από την άλλη η Ιερά Παράδοση, πηγές κατά πάντα ισότιμες και ισόκυρες.

Ο Πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς στο έργο του «Άνθρωπος και Θεάνθρωπος» τονίζει εμφαντικά: «Πάντα όσα παρεδόθησαν εις τους Αποστόλους υπό του Σωτήρος Χριστού και του Αγίου Πνεύματος αποτελούν ακριβώς αυτήν την παράδοση. Έτσι το γραπτό Ευαγγέλιο συμπληρώνεται με το άγραφο Ευαγγέλιο της Εκκλησίας.» Εξάλλου ο Άγιος Ειρηναίος Επίσκοπος Λουγδούνου τονίζει από τη δική του πλευρά πως «Η παράδοση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχιση της αιώνιας παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία. Ουσιαστικά είναι η συνέχεια της Θείας Καθοδήγησης και του Θείου Φωτισμού».

Η Παράδοση στη συνείδηση των Αγίων Πατέρων επειδή ακριβώς φέρει τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος δεν επιδέχεται ούτε αμφισβήτηση ούτε ορθολογιστική ερμηνεία. Απαιτείται για λόγους καθαρά σωτηριολογικούς η από μέρους του ανθρώπου εν ταπεινώσει αποδοχή της. Μ’ αυτό το σκεπτικό ο Άγιος Βικέντιος της Λειρίνης στο έργο του «Commonitorium», «Yπόμνημα» θα πει: «Αρχίζω το έργο μου εν ονόματι Κυρίου. Θα είμαι ένας πιστός αντιγραφέας και όχι ένας περήφανος συγγραφέας. Θα γράψω αυτά που μας παρέδωσαν οι Πατέρες. Θα καταγράψω την παράδοση με κανένα τρόπο δε θα επιχειρήσω να την ερμηνεύσω. Αν το βιβλίο μου πέσει στα χέρια ευσεβών ανθρώπων και βρουν σ’ αυτό λάθη θα τους είμαι ευγνώμων αν μου τα υποδείξουν και εγώ υπόσχομαι ότι θα τα διορθώσω.»

Η πραγματικότητα της Παράδοσης ως Θείας Δόσεως και ως ασφαλούς κριτηρίου της αλήθειας και της ορθής πίστης συνέχει τη Θεολογική σκέψη των Πατέρων. Έτσι ο Μέγας Βασίλειος στηλιτεύοντας τις αιρέσεις, τις χαρακτηρίζει ως «παρατηρήματα» ματαιότητας και κενής απάτης που στοχεύουν στην αθέτηση του Αγίου Πνεύματος και παραγκωνίζουν την Παράδοση που αποτελεί εχέγγυο της αλήθειας. Θα πει χαρακτηριστικά: «Ταύτα μαθόντες και θαυμάσαντες τα εκ της ματαιότητος και κενής απάτης παρατηρήματα επί την απλήν και ατεχνολόγητον του Πνεύματος διδασκαλίαν μετακομίζουσιν, εις ελλάτωσιν Θεού Λόγου και αθέτησιν του Αγίου Πνεύματος. Ουκ ημίν εξαρκεί η των Αγίων Πατέρων παράδοσις; Κα ‘κείνοι γαρ τω της Γραφής βουλήματι ηκολούθησαν».

Οποιαδήποτε απόπειρα αφαίρεσης ή πρόσθεσης στο χώρο της Παράδοσης αποτελεί κατά τους Πατέρες μέγα αμάρτημα που επισείει τη Θεία τιμωρία, ενώ από την άλλη προβάλλεται πως αυτή καθ’ αυτή η Παράδοση αποτελεί το κριτήριο της αλήθειας. Έτσι ο Μέγας Βασίλειος στο δεύτερο λόγο του «Κατά Ευνομίου», προβάλλει ως δίκαιο τρόπο εξέτασης της αίρεσης τη σύγκρισή της με το περιεχόμενο της ζώσας Ιεράς Παράδοσης που σε τελευταία ανάλυση δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτός ούτος ο Σωτήρ ως ζων Θεός εν τη Εκκλησία και ως Εκκλησία. Λέει λοιπόν:«Tις ουν τρόπος δικαιότερος της εξετάσεως εγένετο ή τοις διδάγμασιν τοις δεδομένοις ημίν παρά του Πνεύματος τον λόγον συγκρίνοντες, ο εάν μεν εκείνους συμφωνείν καταδέχεσθαι το δε εναντίον έχοντι απιστείν και ως εχθρόν τούτον φεύγειν»; Επισείοντας δε τη Θεία τιμωρία σε οποιαδήποτε απόπειρα νόθευσης ή αλλοίωσης της Παράδοσης θα πει: «Δίοπερ χρη προ των οφθαλμών έχοντα το του Χριστού δικαστήριον και ειδότα όσος ο κίνδυνος εστίν ή αφελείν ή προσθήναι τοις παραδεδομένοις ημίν υπό του Πνεύματος και μη παρ έαυτών φιλοτιμείσθαι καινοτομείν αλλά τοις προκαταγγειλμένοις παρά των Αγίων εφησυχάζειν».

Αξίζει εξάλλου να τονιστεί πως η Παράδοση συνδέεται με το γεγονός ότι η Εκκλησία είναι ταυτόχρονα Αποστολική αλλά και Πατερική. Οι Πατέρες δεν είναι μόνο οι μάρτυρες της παλαιάς πίστης αλλά μάλλον είναι οι μάρτυρες της αληθινής πίστης. Θα πει γι’ αυτό ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Ούτοι εισίν οι το γράμμα της Γραφής διασχόντες και είσω παρακύψαντες, οι το απόθετον κάλλος κατηξιώθησαν ιδείν και φωτί Θείας Γνώσεως κατηυγάσθησαν».

Οι Πατέρες έχοντας εμπειρία και γεύση Θεού στη ζωή τους όντας άνθρωποι ταπείνωσης και απλότητας αποτελούν τους αυθεντικούς ερμηνευτές ευρύτερα σε θέματα πίστης αλλά και ειδικότερα στο θέμα της ερμηνείας της Αγίας Γραφής. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μιλώντας ακριβώς για τον Ιερό Χρυσόστομο ως αυθεντικό ερμηνευτή των Γραφών θα πει χαρακτηριστικά: «Εδίδαξεν ερευνάν τας Γραφάς, εξηγητής και παιδευτής τούτων γινόμενος και Προφητικώ Πνεύματι τα κεκρυμένα βάθη διερευνήσας και διαρρήξας του γράμματος το προκάλυμα και το κάλλος δημοσιεύσας το εναπόθετο και ταύτα πάντα εν ατύφω και ακενοδόξω φρονήματι».

Ο Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος αναφέρει στο περισπούδαστο έργο του «Κεφάλαια Γνωστικά και Θεολογικά». «Σκοπός πάντων των κατά Θεόν αγωνιζομένων εστίν το ευαριστήσαι Χριστώ τω Θεό δια της του Πνεύματος μετουσίας και ούτως την εαυτών σωτηρίαν πορίσασθαι». Θα λέγαμε, λοιπόν, πως αυτός ο στόχος τότε μόνο πραγματοποιείται από τη στιγμή που ο άνθρωπος κάμνει κτήμα του εμπειρικά και βιωματικά την Παράδοση που όπως λέκτηκε και πιο πάνω φέρει τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος και η οποία σε τελευταία ανάλυση περιέχει καθετί που είναι αναγκαίο για τη σωτηρία του ανθρώπινου προσώπου.

Σάββας Αλεξάνδρου-Θεολόγος

Η δύναμη της συγχώρησης

«Ουκ έδει και σε ελεήσαι τον σύνδουλόν σου;»   Η αγάπη και η επιείκεια είναι εκδηλώσεις που απαιτούμε να επιδεικνύουν οι άλλοι απέναντί μας. Έχοντας μάλιστα υπόψη τη δυναμική που τις χαρακτηρίζει στη σφυρηλάτηση υγιών διαπροσωπικών σχέσεων. Ιδιαίτερα, όταν αυτές επιθυμούμε να είναι εμποτισμένες στο πνεύμα της Εκκλησίας. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που σε στιγμές ειλικρινούς αυτοκριτικής, θα μπορούσαμε να συλλάβουμε τον εαυτό μας με φοβερά ελλείμματα στη δική μας συμπεριφορά απέναντι στους άλλους. Αλλά και γενικότερα, η κοινωνία μας ευρύτερα, εμφανίζεται στις διάφορες δομές και μορφές της να είναι σκληρή και ανάλγητη, αποψιλωμένη από τα στοιχεία της αγάπης και της επιείκειας.  Η παραβολή του χρεώστη δούλου που ξεδιπλώνει μπροστά μας το Ιερό Ευαγγέλιο, μπορεί ακριβώς να προσφερθεί σαν καθρέφτης για να ελέγξουμε όλοι τον εαυτό μας και να διαπιστώσουμε κατά πόσον αυτός μπορεί να λειτουργεί αυθεντικά στη βάση των μηνυμάτων και νοημάτων που φροντίζει να μας μεταγγίζει η μητέρα μας Εκκλησία.
Ο δρόμος της ευσπλαχνίας
Μέσα από το σκηνικό της παραβολής, βλέπουμε ότι ο δούλος ήταν διαχειριστής των υπαρχόντων του άρχοντα κυρίου του. Οι καταστάσεις το έφεραν με τέτοιο τρόπο ώστε να φθάσει στο σημείο να του οφείλει μεγάλα ποσά. Και ακριβώς είναι εδώ που θα μπορούσαμε να προσέξουμε ότι οι αλόγιστες σπατάλες και οι καταχρήσεις στη ζωή μας, που συνιστούν αγνωμοσύνη απέναντι στην αγάπη του Θεού, μας φέρνουν μπροστά σε φοβερά αδιέξοδα που λειτουργούν καταστροφικά. Έφθασε, λοιπόν, ο καιρός που ο κύριος ζήτησε να του αποδοθούν λογαριασμοί και ο δούλος βρέθηκε μπροστά σ΄ ένα τέτοιο αδιέξοδο. Βρέθηκε να είναι χρεώστης ενός μεγάλου ποσού, το ύψος του οποίου σε καμιά περίπτωση δεν του επέτρεπε ν΄ ανταποκριθεί στην οφειλή του και να απαλλαγεί από την τραγικότητά του.  Η τραγική θέση του δούλου αποκαλύπτεται και από το ότι  έπρεπε όλα τα χρέη να τακτοποιηθούν αυθημερόν. Σε αντίθετη περίπτωση, οι συνέπειες θα ήταν σοβαρές και έφθαναν μέχρι την πώληση του ιδίου, της οικογένειας και των υπαρχόντων του, σύμφωνα με το γράμμα και τον τύπο του νόμου. Ο δούλος, μή έχοντας άλλη επιλογή μπροστά του, τόλμησε να καταφύγει στα φιλάνθρωπα αισθήματα του κυρίου του. Έπεσε λοιπόν στα πόδια του, ζήτησε συγγνώμη και με δάκρυα στα μάτια τον παρακάλεσε να του δώσει πίστωση χρόνου μέχρι που να βρει τον τρόπο να εξοφλήσει το χρέος του. «Μακροθύμησον επ΄ εμοί και πάντα σοι αποδώσω».  Οι παρακλήσεις του δούλου δεν έπεσαν στο κενό. Δονήθηκαν αμέσως οι λεπτές χορδές της φιλάνθρωπης καρδιάς του άρχοντα και απέδωσαν μια θαυμάσια «μελωδία» έμπρακτης αγάπης. Η ευσπλαχνία τον παρακίνησε να ελευθερώσει το δούλο «και το δάνειον αφήκεν αυτώ»! Στο πρόσωπο αυτού του ανθρώπου βρίσκει απήχηση η προτροπή που θ΄ απευθύνει αργότερα ο αββάς Δωρόθεος: «Και μεις ας αποκτήσουμε την αγάπη, ας αποκτήσουμε την ευσπλαχνία προς τον πλησίον, για να προφυλαχθούμε από τη δεινή κακολογία και από το να κατακρίνουμε ή να εξουθενώσουμε τον πλησίον μας».
Η κακοτοπιά της απανθρωπιάς
Το γεγονός μαθεύτηκε βέβαια πάρα πολύ γρήγορα και είχε προκαλέσει μεγάλη εντύπωση ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο χρεώστης δούλος έτυχε τέτοιας μεγάλης ευεργεσίας, ώστε το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει ήταν να εκδηλώσει παρόμοια συμπεριφορά απέναντι στους συνανθρώπους του. Να φέρεται και εκείνος σε άλλους με ευγένεια, καλοσύνη και αγάπη.  Όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά. Ο ευεργετημένος δούλος, τον οποίο θα έπρεπε να συνέχει ανέκφραστη χαρά και απέραντη ευγνωμοσύνη προς το Θεό και τον κύριο του, καθ΄ οδόν προς το σπίτι του συνάντησε ένα άλλο δούλο που του χρωστούσε ένα μικρό χρηματικό ποσό. Εκατό δηνάρια, συγκεκριμένα. Τον σταμάτησε και με τον πιο απάνθρωπο τρόπο, απαιτούσε να του επιστρέψει αμέσως τα χρήματα που του χρωστούσε. Ο σύνδουλος δεν είχε χρήματα και τον παρακάλεσε να του δώσει μια μικρή προθεσμία. Ο ευεργετημένος, αλλά άσπλαχνος δούλος, δεν έδειχνε τέτοια διάθεση. Οργισμένος όπως ήταν, αντί να επιδείξει αισθήματα φιλανθρωπίας και ευσπλαχνίας, οδήγησε το σύνδουλό του στη φυλακή. Στην περίπτωση, ταιριάζει, βέβαια το λεχθέν από το Μ. Αθανάσιο ότι «όσον εάν μοχθήσει άνθρωπος και μή έχη αγάπην προς τον πλησίον, εις μάτην εκοπίασεν».  Η συμπεριφορά του ευεργετημένου δούλου ήταν αχαρακτήριστη. Συμπεριφέρθηκε με αγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη του και με απανθρωπιά προς τον σύνδουλο του. Επόμενο, λοιπόν, ήταν να προκαλέσει τον άρχοντα κύριο του για να ενεργήσει πλέον με δικαιοσύνη. Τον κάλεσε, τον έλεγξε με αυστηρότητα, ακύρωσε τη συγχωρητική και εύσπλαχνη απόφασή του και έδωσε εντολή να τον τιμωρήσουν παραδειγματικά.  Το περιστατικό όμως είναι παραβολικό. Το χρησιμοποίησε ο Κύριος για να δώσει με κατανοητό τρόπο στους ακροατές Του κάποια μηνύματα. Αυτά συνοψίζονται και διασαφηνίζονται στην τελευταία φράση της σημερινής περικοπής του ιερού ευαγγελίου: «Ούτω και ο Πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μή αφήτε έκαστος τω αδελφώ αυτού από των καρδιών υμών, τα παραπτώματα αυτών».  Αγαπητοί, η παραβολή αυτή δείχνει τη συγχωρούσα αγάπη του Θεού, αλλά και τη δικαιοσύνη Του. Ο Θεός δείχνει συνεχώς και ποικιλοτρόπως την αγάπη Του απέναντί μας. Εξαρτάται από εμάς κατά πόσον δεν θα φανούμε αχάριστοι απέναντι σ΄ αυτήν, όπως έπραξε ο δούλος της περικοπής. Ας μήν τον μιμηθούμε λοιπόν και ας αφήσουμε να πλημμυρίσει την καρδιά μας η συγχωρούσα αγάπη που σώζει τον άνθρωπο και τον καταξιώνει ως εικόνα του Θεού. Το μεγαλείο της συγχωρητικότητας και της ευσπλαχνίας αναδεικνύουν τον άνθρωπο ως αυθεντική εικόνα του Θεού με ατίμητη αξία και με εμβέλεια ουράνια και αιώνια. Ας μην το αποποιηθούμε.
Ευαγγελικά αναγνώσματα: Ματθ. ιη΄ 23-35 και Α΄ Κορ. θ΄ 2-12
Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος

Εκκλησίες και τεμένη στα Κατεχόμενα

Κάθε τέμενος που χτίζεται στα τουρκοκρατούμενα εδάφη μας είναι κι ένα καρφί στο σταυρωμένο κορμί της πατρίδας. Κάθε εκκλησιά μας που γκρεμίζεται ή αλλάζει φυσιογνωμία από τους βάρβαρους κατακτητές είναι και μια προσπάθεια διαγραφής του ελληνικού και χριστιανικού χαρακτήρα της κατεχόμενης Κύπρου.
Είναι εύκολο να διατυμπανίζουμε τον κοσμικό χαρακτήρα της εξουσίας και το διαζύγιό της από τη θρησκευτικότητα του κόσμου και του τόπου μας. Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Η ύπαρξη εκκλησιών στα κατεχόμενα μαρτυρεί την ελληνική και χριστιανική ιστορία αυτού του τόπου, που ο δυνάστης καταπατητής θέλει να εξαλείψει, για να σβήσει και από τις καρδιές και το νου των Ελλήνων της Κύπρου τον πόθο της επιστροφής ή τον ψυχικό σύνδεσμο με την πατρίδα, την γενέθλια πόλη ή χωριό των προσφύγων.
Η οικοδόμηση τεμένους σ’ έναν τόπο αποβλέπει στο να καταστήσει σαφές στον κάτοικο ή στον επισκέπτη πως βρίσκεται σε μουσουλμανική χώρα, αφού το τέμενος αποτελεί μαρτύριο του ιστορικού δεσμού της περιοχής με το Ισλάμ ή με την Τουρκία, μια και η χώρα αυτή χρησιμοποιεί τα θρησκευτικά μνημεία ως απόδειξη της ισχύος της σε μια περιοχή ή ως αφόρμηση για απαίτηση δικαιωμάτων της στηριγμένων στον πολιτισμό.
Η αδιαφορία μας για την καταστροφή ή την αλλοίωση του πολιτισμού μας αποτελεί συνεργό των τουρκικών συμφερόντων, γι’ αυτό και όποια εκδήλωση καταδίκης της εισβολής των Τούρκων στο νησί πρέπει να συνοδεύεται και με την καταδίκη της καταστροφής της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, που είναι ίσως σημαντικότερη και από την ίδια την εισβολή, γιατί σε βάθος χρόνου εξυπηρετεί τα μελλοντικά σχέδια της Τουρκίας για εξάπλωση της κυριαρχίας της όχι μόνο σε όλη την Κύπρο αλλά και σε όποιες περιοχές υπάρχουν ή χτίζει μνημεία αποδεικτικά της παρουσίας της στον τόπο. Η εκμετάλλευση του πολιτισμού είναι στοιχείο της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της Τουρκίας. Γι’ αυτό ας μη μένουμε απαθείς στο γκρέμισμα ή στην αλλοίωση των εκκλησιών μας ή στο χτίσιμο του οποιουδήποτε τεμένους στα πατρογονικά εδάφη μας.
Η Εκκλησία της Κύπρου δεν πρέπει ούτε στιγμή να σταματήσει τις προσπάθειες για αναστήλωση των εκκλησιών μας και για καταγγελία κάθε νέου χτίσματος στα κατεχόμενα, που συνδέεται με την αλλαγή της πολιτιστικής φυσιογνωμίας του τόπου μας. Μπορεί να έκαμε πολλά, φαίνεται όμως πως δεν είναι αρκετά. Ο ελληνικός και χριστιανικός πολιτισμός της Κύπρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ίδια την ύπαρξή μας.
του Στέλιου Παπαντωνίου, Φιλόλογου